Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσισε σήμερα, Παρασκευή 4 Οκτωβρίου, ότι κατά την εξέταση της αίτησης ασύλου μιας γυναίκας αφγανικής ιθαγένειας, τα κράτη μέλη μπορούν να λάβουν υπόψη αποκλειστικά το φύλο και την εθνικότητά της. Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι τα μέτρα των Ταλιμπάν, που περιορίζουν τα δικαιώματα των γυναικών, συνιστούν διώξεις, αναγνωρίζοντας τη βαρύτητα των διακρίσεων εναντίον τους.
Αυτή η απόφαση απαντά σε σχετικό ερώτημα του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της Αυστρίας, το οποίο εξετάζει την απόρριψη των αιτήσεων ασύλου δύο Αφγανών γυναικών από τις αυστριακές αρχές. Οι γυναίκες υποστηρίζουν ότι η κατάσταση στο Αφγανιστάν υπό το καθεστώς των Ταλιμπάν δικαιολογεί τη χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα.
- στερούν από τις γυναίκες κάθε νομική προστασία από έμφυλη και ενδοοικογενειακή βία και από καταναγκαστικό γάμο,
- επιβάλλουν την κάλυψη του σώματος και του προσώπου τους,
- περιορίζουν την πρόσβασή τους στην υγειονομική περίθαλψη και την ελευθερία μετακίνησης,
- απαγορεύουν την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας ή περιορίζουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα,
- απαγορεύουν την πρόσβαση στην εκπαίδευση και τις αποκλείουν από την πολιτική ζωή.
Το Αυστριακό δικαστήριο ρώτησε το Δικαστήριο της ΕΕ αν τα παραπάνω μέτρα των Ταλιμπάν, στο σύνολό τους, μπορούν να θεωρηθούν ως διώξεις.
Η απάντηση του Δικαστηρίου της ΕΕ ήταν ότι ορισμένα από αυτά τα μέτρα πρέπει να θεωρηθούν ως πράξεις δίωξης, καθώς συνιστούν σοβαρή προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ο καταναγκαστικός γάμος, για παράδειγμα, εξομοιώνεται με μορφή δουλείας, ενώ η έλλειψη προστασίας από τη βία συνιστά απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση.
Όσον αφορά την εξατομικευμένη αξιολόγηση μιας αίτησης ασύλου, το Δικαστήριο σημειώνει ότι μπορεί να ληφθεί υπόψη η γενική κατάσταση των γυναικών στο Αφγανιστάν, όπως αυτή αποτυπώνεται στις εκθέσεις της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες (UNHCR) και του Οργανισμού της ΕΕ για το Άσυλο (EUAA). Το Δικαστήριο καταλήγει ότι οι εθνικές αρχές μπορούν να κρίνουν ότι αρκεί η ιθαγένεια και το φύλο της αιτούσας για να αναγνωριστεί το καθεστώς πρόσφυγα, χωρίς να χρειάζεται απόδειξη συγκεκριμένου κινδύνου δίωξης σε περίπτωση επιστροφής.