Από τη συνθήκη της Λωζάννης στις Πρέσπες: Το Ατού της Ελλάδας έναντι των εθνικιστών των Σκοπίων

Ελλάδα-Σκόπια

Η Συνθήκη της Λωζάννης υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου 1923 από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέμησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918) και τη Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922). Έχουν περάσει, ήδη, εκατό χρόνια και παραμένει συμπαγής και αναλλοίωτη έναντι της διεθνούς κοινότητας.

Για το λόγο αυτό, μεθοδικά η Τουρκία, κυρίως μετά την κρίση των Ιμίων, το 1996, επιχειρεί να αμφισβητήσει βασικές πτυχές της. Κατά την τελευταία δεκαετία, ο Ταγίπ Ερντογάν και ο εθνικιστής κυβερνητικός εταίρος του Μπαχτσελί, επιχειρούν να αναιρέσουν άρθρα της συνθήκης που αφορούν τη μουσουλμανική (θρησκευτική) μειονότητα στη Θράκη, παρουσιάζοντας της ως “τουρκική”, και άλλα θέματα ελληνικής κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο. Η συνθήκη, ωστόσο, αντέχει απέναντι στον κλιμακούμενο τουρκικό αναθεωρητισμό, καθώς κανείς στη διεθνή κοινότητα δεν υιοθετεί καμία από τις προκλητικές τουρκικές δηλώσεις αμφισβήτησης της συνθήκης της Λωζάνης.

Κατά αναλογο τρόπο, η συμμόρφωση της Βόρειας Μακεδονίας σε όσα προβλέπει η Συμφωνία των Πρεσπών (με τα κενά και τα προβλήματα που κάθε τέτοιου τύπου συμβιβασμός έχει) φέρνει την Ελλάδα σε ισχυρή θέση. Η όποια κυβέρνηση στα Σκόπια -ακόμα κι αυτή του εθνικιστικού VMRO- γνωρίζει πως η ευρωπαϊκή προοπτική της βαλκανικής αυτής χώρας περνάει αποκλειστικά και αυστηρά από την Αθήνα.

Υπάρχει, άραγε, σημαντικότερο διαπραγματευτικό όπλο για την ελληνική διπλωματία από την εξασφάλιση της δικής μας συναίνεσης στα ενταξιακά κεφάλαια από τα οποία απορρέουν και τα ευρωπαϊκά κονδύλια που φθάνουν σε αυτή την οικονομικά ασταθή και πτωχή χώρα;

Εκτός, δηλαδή, της πρόνοιας για πιθανές παραβιάσεις της συμφωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 19 (ολόκληρη, εδώ) που ενεργοποιεί τη διαιτησία του ΟΗΕ που την έχει συνυπογράψει και το ίδιο το διεθνές δίκαιο, η Ελλάδα δεν έχει να φοβάται τίποτε από τις εξάρσεις του “μακεδονικού” εθνικισμού της νεοεκλεγείσας προέδρου της Δημοκρατίας, ούτε ακόμα κι αν η νέα κυβέρνηση συνασπισμού του VMRO με μικρότερα αλβανικά κόμματα [το ισχυρό αλβανικό DUI που συγκυβέρνησε με τους σοσιαλδημοκράτες του Ζόραν Ζάεφ έχει ταχθεί αναφανδόν υπέρ της συμφωνίας από την πρώτη στιγμή] υπό τον Κριστιάν Μιτσκόσκι ακολουθήσει το παράδειγμά της.

Ως προς τούτα, η ΕΕ είναι δεδομένα στο πλευρό της Ελλάδας, καθώς θεωρεί -όπως και ο ΟΗΕ- τη συνθήκη των Πρεσπών μοντέλο επίλυσης διαφορών που δεν θέλει να διαταρράξει.
Εφόσον η ελληνική κυβέρνηση -και κάθε μελλοντική κυβέρνηση- επιθυμεί ειλικρινά την τήρηση και διατήρηση της συμφωνίας, σταθμίζοντας πως παρά τα προβλήματά της (π.χ ιθαγένεια και γλώσσα, όπως επισημαίνεται από τη Ν.Δ) είναι απείρως προτιμότερη από την επισημοποίηση του ονόματος “Μακεδονία” (σκέτο), τότε δεν έχει παρά να καταστήσει σαφές στη νέα ηγεσία της ΕΕ που θα εγκατασταθεί στις Βρυξέλλες μετά τις ευρωεκλογές πως η πορεία της Βόρειας Μακεδονίας προς την Ευρώπη εξαρτάται απόλυτα από τη συμμόρφωση της.

Η ΕΕ έχει ευθύνη έναντι της συμφωνίας

Η Ευρωπαϊκή Ένωση που έταξε ενταξιακή προοπτική στη Βόρεια Μακεδονία, στην περίπτωση που η τελευταία δεχόταν την αλλαγή του ονόματος, δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και ουσιαστικά η διαδικασία έχει παγώσει. Αυτά συνετέλεσαν ώστε εθνικιστικές φωνές να πάρουν πολιτικά κεφάλι στη γειτονική χώρα, αν και μέχρι τώρα η αμφισβήτηση είναι περισσότερο φραστική παρά ουσιαστική.

Όσο κι αν υπάρχουν επίδοξοι αναθεωρητές στα Σκόπια, υπάρχουν και πολλές πολιτικές δυνάμεις (αλβανικά κόμματα και σοσιαλδημοκράτες) που ομνύουν στη συμφωνία. Με την ευρωπαϊκή κοινότητα αλλά και τις ΗΠΑ να καθιστούν σαφές στα Σκόπια ότι πρέπει να τηρήσουν τη συμφωνία, το μέτωπο υπέρ των ελληνικών θέσεων είναι ισχυρό. Ο πραγματικός (ιστορικός) γεωπολιτικός μας αντίπαλος βρίσκεται στην ανατολή, όχι στον βορρά. Ας μην μεμψιμοιρούμε και, κυρίως, ας μην υποτιμούμε τις δυνάμεις μας.

Πηγή: libre

Comments are closed.