Προς το μεσημέρι ή το απόγευμα, έπαιρναν ένα απλό και γρήγορο γεύμα, το άριστον.
Πριν από το βραδινό γεύμα έτρωγαν κάτι στα γρήγορα, το εσπέρισμα.
Το κανονικό γεύμα, που ήταν πλουσιοπάροχο, το έπαιρναν στο τέλος της μέρας και λεγόταν δείπνον. Έτρωγαν κανονικά μόνο τα βράδια, γιατί σχεδόν καθημερινά είχαν καλεσμένους.
Το δείπνο τελείωνε με επιδόρπιο, τράγημα: φρούτα φρέσκα ή ξερά, γλυκά, μέλι, καρύδια. Βασικό τους ποτό ήταν το κρασί, που το έπιναν συνήθως νερωμένο, για να έχουν διαύγεια στη συζήτηση. Ένα άλλο ποτό που συχνά έπιναν και που καθόριζε το τελετουργικό στα Ελευσίνια μυστήρια, ήταν ο κυκεών, μείγμα κριθάλευρου, νερού και αρωματικών φυτών.
Αγαπημένο έδεσμα των Μακεδόνων, πλούσιο και πολυτελές, ήταν η ματτύη ή ματύλλη. Πρόκειται για ποικιλία κρεάτων: «ἐξ ἀρνείου καί ἐριφείου κρέατος, ἐκ κιχλῶν, κοσσύφων καί ἄλλων ὀρνίθων, παρατιθέψειον μετά τό δεῖπνον ψυχρόν» και «ἡ ματύλλη, Μακεδονικόν εὕρημα, δίψους ἐγερτικόν βρῶμα, ὧ ἐχρῶντο μεσοῦντος τοῦ ποτοῦ» (Πολυδεύκης, Ονομαστικόν 6, 70.1-2).
Κυκεών: Σήμαινε το πρωινό ρόφημα. Ένα μείγμα νερού, κρασιού, μελιού, τριμμένου τυριού και κριθάλευρου. Ρόφημα με αναμειγμένα διάφορα υλικά (νερό, μέλι, κρασί, τυρί, κριθάρι.
Γάρος: Η αγάπη των αρχαίων Ελλήνων για τα ψάρια ήταν δεδομένη. Έτσι δημιούργησαν μια ψαρόσαλτσα με το όνομα «γάρος» και την πρόσθεταν σε διάφορα φαγητά. Οι Ρωμαίοι την κληρονόμησαν και την ονόμασαν garum, liguamen και abdomium.
Ψάρι-όψον: Αρχικά η τροφή που συνόδευε το ψωμί ονομαζόταν «όψος-όψον». Καθώς όμως – κυρίως στην αρχαία Αθήνα- το προσφάι που συνόδευε το ψωμί ήταν ο ιχθύς, αυτός μετονομάστηκε σε όψον (οψάριο-ψάρι). Ο ιχθύς – το ψάρι.
Μάζα: Το ψωμί από κριθάρι για τον λαό. O άρτος ήταν το σταρένιο ψωμί.
πηγή: ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΙΑΝΗΣ