Το ότι έγινε στ’ αλήθεια, το πώς έγινε, από ποιους, το πώς αντιμετωπίστηκε και το τι σημαίνει (και μόνο ότι αφαίρεσε από τη χούντα κάθε πρόσχημα και νομιμοποίηση θα αρκούσε), όλα τα παραπάνω ανάγουν την εξέγερση του Πολυτεχνείου σε μια ιστορικά δεσπόζουσα στα παγκόσμια χρονικά αγωνιστική δράση αλλά και μια υπερβατική στιγμή συλλογικής και προσωπικής απόφασης. Ενας από αυτούς, που με την παρουσία του εκεί κατέγραψε την Ιστορία, είναι ο Αριστοτέλης Σαρρηκώστας, ο μοναδικός φωτογράφος που απαθανάτισε με τον φακό του τις στιγμές πριν και μετά την εισβολή του τανκ στο Πολυτεχνείο.
Χάρη στις φωτογραφίες-ντοκουμέντα του διαψεύστηκαν οι αρχικοί ισχυρισμοί του τότε υπουργού Εσωτερικών, Στυλιανού Παττακού, πως «δεν συνέβη το παραμικρό». Πρόκειται για έναν σπουδαίο διεθνώς φωτορεπόρτερ, Καισαριανιώτη, που σε συνεργασία με το διεθνές πρακτορείο Associated Press κατέγραψε φωτογραφικά σπουδαίες προσωπικότητες (Γιάσερ Αραφάτ, Νέλσον Μαντέλα, Ρόμπερτ Κένεντι κ.ά.) και εμβληματικά γεγονότα (Αραβο-Ισραηλινός Πόλεμος των Εξι Ημερών, δολοφονία Λαμπράκη, σύλληψη Παναγούλη, δολοφονία Πέτρουλα κ.ά.). Ο ίδιος μίλησε σε μας, καταγράφοντας καρέ καρέ το τι βίωσε τη νύχτα της 16ης προς ξημερώματα 17ης Νοέμβρη 1973 στο Πολυτεχνείο:
«Δούλευα στο Associated Press. Τα γραφείο μας ήταν στην Ακαδημίας, κοντά στη Βουλή. Ολοι οι συνάδελφοι φωτογραφίζαμε τα γεγονότα των ημερών, αλλά μόνο έως το απόγευμα, καθώς δεν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε φλας (ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο), άρα χρειαζόμασταν φυσικό φως.
Θυμάμαι πως εκείνο το απόγευμα της 16ης Νοέμβρη 1973, είχα βγει από τον σκοτεινό θάλαμο και άκουσα έναν γνωστό θόρυβο: τις ερπύστριες των τανκς. Πήγαιναν προς το Πολυτεχνείο. Φωνάζω τον διευθυντή μου (ήταν ο Ελληνοαμερικανός Φιλ Ντόπουλος), τ’ ακούει και μου λέει: “Sheet! This is tanks! Πάρε φιλμ και τρέχα!”. Τον έπεισα να έρθει μαζί, ώστε κάποιος να καταγράφει και σε κείμενο τα γεγονότα.
Ο Φιλ είχε μια Τζάγκουαρ λαδί, με αγγλικές πινακίδες. Με αυτήν κατεβήκαμε την Αμερικής (τότε κατέβαινε) προς το Πολυτεχνείο και πέσαμε πάνω στη φάλαγγα των τανκς: ήταν γύρω στα 12, μικρά και μεγαλύτερα. Ούτε μύγα δεν κυκλοφορούσε: μόνο τανκς. Τανκς και μία Τζάγκουαρ! Κρίμα που δεν υπήρχε κάποιος να φωτογραφίσει αυτή τη σκηνή. Οι φαντάροι μάς έκαναν χώρο ανάμεσα στα τανκς και πρόσεχαν να μη γρατσουνιστεί η Τζάγκουαρ – ποιος ξέρει ποιοι νόμιζαν πως ήμασταν!
Φτάσαμε στο Πολυτεχνείο. Ενας αστυνομικός άρχισε να μας διώχνει, βρίζοντας. Εβγαλε το περίστροφο. Ο διευθυντής μου τα ‘παιξε. Εγώ κατέβασα το παράθυρο και με το περίστροφο στο πρόσωπό του, το ‘παιξα κορόνα – γράμματα: με ύφος, του κάνω σήμα να σωπάσει. Αυτός σοκαρίστηκε -δεν περίμενε τέτοια αντίδραση. Το κόλπο μου έπιασε. Ισως νόμισε πως είμαστε κάποιοι από τη CIA και μας άφησε. Κατεβήκαμε. Εγώ φανερά άρχισα να βγάζω φιλμ και μηχανές και στάθηκα Στουρνάρη και Πατησίων, όπου ήταν δεκάδες αστυνομικοί με κλομπ και βαριά καδρόνια, αλλά και κάποιοι ειδικοί προβοκάτορες, που έμπαιναν τότε σε λεωφορεία και τρόλεϊ και χτυπούσαν τον κόσμο. Αρχισα να φωτογραφίζω χωρίς φλας, με σταθερό χέρι και με τον φωτισμό του δρόμου. Τα τανκς σταμάτησαν και όλα μαζί “έβλεπαν” το Πολυτεχνείο. Ολοι οι προβολείς του αναμμένοι. Το μεγαλύτερο στάθηκε μπροστά στην κυρία πύλη. Ακούγαμε τραγούδια του Θεοδωράκη και τους φοιτητές με ανοιχτά πουκάμισα να φωνάζουν “αδέρφια μας στρατιώτες! Είμαστε άοπλοι!”.
Εκατοντάδες, χιλιάδες παιδιά κολλημένα στα σίδερα, πάνω στις κολόνες, μέσα στο Πολυτεχνείο. Πίσω από την πύλη υπήρχε μια Μερσεντές (κάποιου πρύτανη ίσως) ως ανάχωμα. Παιδιά παντού… Ενας υψηλόβαθμος αστυνομικός, διοικητής μάλλον, ήρθε κοντά μου και αυστηρά μου λέει: “Εσύ θα μείνεις εδώ δίπλα μου να σε βλέπω!”. Αυτό με έσωσε, καθώς το άκουσαν οι υπόλοιποι και δεν με πείραξαν. Ο,τι ήθελαν θα μπορούσαν να μου κάνουν. Κάθε φιλμ είχε 36 λήψεις. Ελάχιστες τραβούσα και άλλαζα φιλμ. Φοβόμουν μήπως δεν φτάσουν ποτέ στο πρακτορείο και πρόσεχα. Συνεχείς λήψεις έως τα μεσάνυχτα. Δίνω το υλικό στον διευθυντή μου -αυτός έφυγε, “εγώ” του λέω, “θα μείνω”. Εμεινα και τραβούσα.
Κατά τις 3 παρά τα ξημερώματα, ακούω τον επικεφαλής των τανκς που στο ένα χέρι είχε το περίστροφο και στο άλλο το τηλέφωνο και συνέχεια έλεγε “μάλιστα, διατάξτε!”, να λέει ένα παρατεταμένο “μάλιστα!”. Ηταν τρεις παρά πέντε. Αμέσως, βλέπω το κανόνι του μεγαλύτερου τανκ να γυρίζει δεξιά κι αριστερά και το τανκ να κάνει όπισθεν. Εκανα τον σταυρό μου νομίζοντας πως θα υποχωρούσε. Γελάστηκα. Φουλάρει τη μηχανή και με όση ισχύ είχε έπεσε πάνω στην κεντρική πύλη.
Είχα υπάρξει σε εμπόλεμες ζώνες ως πολεμικός φωτορεπόρτερ και ποτέ δεν είχα φοβηθεί. Εκείνη τη στιγμή, τρομοκρατήθηκα. Οχι για μένα. Για τα παιδιά αυτά! Αοπλα παιδιά που τραγουδούσαν… Ελιωσε την πόρτα το τανκ και παρέσυρε για μέτρα τη Μερσεντές. Είδα τα παιδιά που ήταν στα κάγκελα και στα κολονάκια να πέφτουν σαν ώριμα φρούτα. Αμέσως μπήκαν μέσα αστυνομία και στρατός. Εγινε χαλασμός! Ακούγονταν εκατοντάδες πυροβολισμοί και βογκητά – παντού βογκητά! Και οι σειρήνες των τανκς να ουρλιάζουν. Γυρίζοντας το τανκ, ενώ ήταν το μισό μέσα και το μισό έξω από την πύλη, πρόλαβα κι έβγαλα δυο φωτογραφίες ώστε να φαίνεται ότι πράγματι μπήκε στο Πολυτεχνείο. Δυο αστυνομικοί με καδρόνια έπεσαν πάνω μου. Ηξερα ν’ αποφεύγω χτυπήματα, προστάτευσα το κεφάλι μου, με χτύπησαν στον ώμο κι έφυγα τρέχοντας ζιγκ-ζαγκ, καθώς άκουγα πίσω μου πυροβολισμούς. Πήγα στο γραφείο κι άρχισα να εμφανίζω.
Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πως οι φωτογραφίες πρέπει να φτάσουν στο εξωτερικό. Αλλά και αυτά τα παιδιά. Δεν ήξερα τι απέγιναν! Αυτό ήταν το μεγάλο μου ερώτημα. Γιατί τα είδα, τα άκουσα, είδα το αίμα τους, άκουσα τις φωνές, τα συνθήματα και μετά τα βογκητά τους. Θυμάμαι, κάποια χρόνια αργότερα ο επικεφαλής της φάλαγγας των τανκς είχε δηλώσει πως το τανκ έκοψε ταχύτητα για να μη χτυπήσει τα παιδιά. Είναι ψέμα! Επεσε με όλη του την ισχύ πάνω στην πύλη. Επίσης έλεγαν πως κάποιοι τραυματίστηκαν από σίδερα της πύλης που εκτοξεύτηκαν. Επίσης ψέμα. Η πύλη ράγισε αλλά κανένα σίδερο δεν εκτοξεύτηκε.
Τα ξημερώματα ξαναπήγα. Η ατμόσφαιρα μαύρη από καπνούς και δακρυγόνα. Παντού αστυνομικοί και πυροσβέστες με μάνικες, να ρίχνουν νερό να “καθαρίσουν” τις αποδείξεις του εγκλήματος. Μπήκα μέσα και φωτογράφιζα παπούτσια σχισμένα, παντελόνια, σακάκια, ακόμα και κηλίδες αίματος που δεν είχαν προλάβει ακόμα να ξεπλύνουν… Ευτυχώς, η Ιστορία δεν “ξεπλένεται” εύκολα».
Πηγή: H Eφημερίδα των Συντακτών
POST A COMMENT.