Το τεράστιο κεφάλαιο της μετανάστευσης των Ελλήνων στις ΗΠΑ, για να δούμε πως ήταν τα πρώτα, δύσκολα χρόνια στη νέα τους πατρίδα, ποια ήταν τα επαγγέλματα που έκαναν και πώς τους αντιμετώπιζαν οι Αμερικανοί έχει ξέχωρο ενδιαφέρον.
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον το παρουσιάζει το άγνωστο πογκρόμ της ρατσιστικής και τρομοκρατικής οργάνωσης Ku-Klux-Klan (Κου-Κλουξ-Κλαν, στο εξής ΚΚΚ) εναντίον των Ελλήνων στην Ομάχα της Νεμπράσκα, συγκεκριμένα στη South Omaha το 1909 μετά τη δολοφονία ενός αστυνομικού από Έλληνα μετανάστη.
ΑΠΟ ΤΗ ΝΗΣΟ EΛΙΣ ΣΤΗ «ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ»
Ο εξονυχιστικός έλεγχος στον οποίο υποβάλλονταν οι Έλληνες μετανάστες στη νήσο Έλις στο λιμάνι της Νέας Υόρκης ήταν μια μοναδική δοκιμασία. Εκεί, μετά από εξονυχιστικούς ελέγχους οι περισσότεροι έπαιρναν το «ΟΚ» από τις αμερικανικές αρχές, υπήρχαν όμως ορισμένοι που για διάφορους λόγους δεν τους επιτρεπόταν η παραμονή στις Η.Π.Α. και υποχρεώνονταν να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Ποια ήταν όμως η συνέχεια για όσους παρέμεναν στις Η.Π.Α.;
Τα πρώτα χρόνια των ομογενών στην άλλη όχθη του Ατλαντικού ήταν ιδιαίτερα δύσκολα. Ωστόσο κατάφεραν να ορθοποδήσουν ,εργαζόμενοι σκληρά κάτω από απάνθρωπες συνθήκες. Δειλά δειλά ορισμένοι άρχισαν να ανοίγουν κάποια καταστήματα βελτιώνοντας αισθητά το βιοτικό τους επίπεδο. Τα χρήματα που κέρδιζαν οι Έλληνες στις Η.Π.Α. επέστρεφαν σε μεγάλο ποσοστό στις οικογένειές τους ως εμβάσματα («τσέκια»). Εκτός από όλα τα άλλα, οι ομογενείς είχαν να αντιμετωπίσουν και την εχθρική, πολύ συχνά, στάση των Αμερικανών, οι οποίοι βέβαια ήταν και αυτοί μετανάστες, καθώς είχαν βρεθεί στις Η.Π.Α. μόνο μερικές δεκαετίες νωρίτερα από τους Έλληνες. Αποκορύφωμα της ρατσιστικής συμπεριφοράς των Αμερικανών απέναντι στους Έλληνες, ήταν το πογκρόμ που εξαπέλυσε εναντίον τους η ΚΚΚ το 1909 στην Ομάχα της Νεμπράσκα. Ας δούμε αναλυτικότερα όλα αυτά τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, πιστεύουμε, στοιχεία και γεγονότα.
Κάπου 458 Έλληνες απορρίφθηκαν από τις αμερικανικές Αρχές γιατί έπασχαν από μεταδοτικές ή άλλες ασθένειες. Επίσης, οι Αμερικανοί ήθελαν με κάθε τρόπο να προλάβουν την εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας από ασυνείδητους εργοδότες. Στις αρχές του 20ου αιώνα πολλοί εργοδότες συμβάλλονταν με εργάτες σε διάφορες χώρες της Ευρώπης και τα συμβόλαια που υπέγραφαν αυτοί, τους έκαναν υποχείρια των εργοδοτών. Οι αρμόδιες μεταναστευτικές Αρχές κάθε φορά που έβρισκαν ότι οι μετανάστες θα γίνονταν αντικείμενα αισχρής εκμετάλλευσης ,απέρριπταν τα υποψήφια θύματα των ασυνείδητων εργοδοτών. Έτσι το 1903 απορρίφθηκαν 111 Έλληνες που είχαν υπογράψει συμβόλαια στην Ελλάδα.
Το 1904 αποκλείστηκαν 53, το 1905 60, το 1906 432, 63 το 1907 και 44 το 1908. Τα ποσοστά των αποκλεισμένων Ελλήνων μεταξύ 1900 και 1908 ήταν από 1 έως 4,3%. Στο χρονικό διάστημα από το 1936 ως το 1945 από τους 14.043 Έλληνες που έφτασαν στις Η.Π.Α. αποκλείστηκαν για διάφορους λόγους 313 (ποσοστό 2,2%). Στη νήσο Έλις υπήρχαν ειδικοί διερμηνείς της μεταναστευτικής υπηρεσίας που γνώριζαν Ελληνικά και εξηγούσαν στους νεοαφιχθέντες τους μεταναστευτικούς νόμους και τους υποδείκνυαν τους μεταναστευτικούς νόμους και τις διατάξεις που ευνοούσαν τους νεοφερμένους. Ένας από αυτούς ,ο Μυτιληνιός Γεώργιος Χριστοφορίδης είχε εξυπηρετήσει χιλιάδες Έλληνες στη διάρκεια πολλών ετών. Όσοι γίνονταν δεκτοί στις Η.Π.Α. από τη νήσο Έλις μεταφέρονταν στο Battery Place της Νέας Υόρκης ή στους σιδηροδρομικούς σταθμούς του Νιου Τζέρσεϊ ,αν επρόκειτο να συναντήσουν συγγενείς ή γνωστούς του έξω από τη Νέα Υόρκη για να εργαστούν ή να εγκατασταθούν εκεί.
Συνήθως, οι μετανάστες που ανήκαν σε αυτή την κατηγορία ,είχαν και το σιδηροδρομικό τους εισιτήριο για τον τελικό τους προορισμό όταν έφευγαν από την Ελλάδα. Οι πρώτοι πυρήνες των ελληνικών παροικιών φτιάχτηκαν στις πόλεις της Νέας Αγγλίας και ιδίως στο Λόουελ και τα περίχωρα της Βοστόνης, το Σικάγο και γενικότερα στις ανατολικές και τις μεσοδυτικές Πολιτείες. Ο κύριος σταθμός των μεταναστών ήταν όμως η Νέα Υόρκη, που χρησίμευε όπως γράφει ο Μπάμπης Μαλαφούρης ως ένα «cleaning house», ένας χώρος εκκαθάρισης θα λέγαμε μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής. Η άφιξή τους στο Μανχάταν σηματοδοτούσε ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή των μεταναστών.
Παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια, οι Έλληνες άρχιζαν να εξοικειώνονται με τις συνήθειες της νέας τους πατρίδας, να μαθαίνουν αγγλικά, να συμμετέχουν πληρέστερα τη ζωή των Η.Π.Α. ως πολίτες με ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Οι παντελώς ανειδίκευτοι, μοιραία θα λέγαμε, άρχισαν να εργάζονται σε βαριές εργασίες στις σιδηροδρομικές γραμμές και τα μεταλλεία. Ορισμένοι όμως, περισσότερο τολμηροί, και κουβαλώντας το επιχειρηματικό δαιμόνιο του Έλληνα, αφήνοντας ένα τραπεζάκι στη γωνία ενός πολυσύχναστου δρόμου ή με ένα καροτσάκι, πουλούσαν φτηνά ζαχαρωτά, φρούτα και λαχανικά ή λουλούδια.
Σύμφωνα με την επίσημη έκθεση του Γενικού Προξένου της Ελλάδας, το 1901 υπήρχαν περίπου 1500 πλανόδιοι Έλληνες ανθοπώλες και άλλοι τόσοι ή και περισσότεροι στο Σικάγο. Πολύ συχνά, οι Έλληνες πωλητές διαπληκτίζονταν μεταξύ τους για το καλύτερο πόστο. Κάποιες φορές, δεν είχαν την απαιτούμενη άδεια και συλλαμβάνονταν από την αμερικανική Αστυνομία και οδηγούνταν στα δικαστήρια.
Ωστόσο, με καρτερία και υπομονή, οι Έλληνες σιγά σιγά κατάφερναν να εξοικειώνονται με τις δύσκολες συνθήκες των Η.Π.Α. και κάνοντας, συνήθως, μεγάλες οικονομίες, αποταμίευαν χρήματα για να μπορέσουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα με ένα καλό… κομπόδεμα. Στις περιοχές όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι Έλληνες, δημιουργήθηκαν σιγά σιγά «κέντρα» όπου σύχναζαν αποκλειστικά συμπατριώτες μας. Το πρώτο ελληνικό εστιατόριο στη Νέα Υόρκη, ήταν του Μπαζάνου στην οδό Ρούσβελτ. Σταδιακά, δημιουργήθηκαν πολλά εστιατόρια και καφενεία, που αποτέλεσαν όχι μόνο χώρους ψυχαγωγίας, αλλά και εργοδοτικά πρακτορεία των πρώτων Ελλήνων μεταναστών.
Οι Έλληνες που συγκεντρώνονταν στα καφενεία αυτά, ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία ανύπαντροι και δεν είχαν καμία κοινωνική ή πνευματική επαφή με τους άλλους πολίτες των Η.Π.Α. Στα καφενεία έπαιρναν την αλληλογραφία τους από την Ελλάδα, συναντούσαν συγχωριανούς τους και μάθαιναν τα νέα διαβάζοντας ελληνικές εφημερίδες. Εκεί έτρωγαν ελληνικό φαγητό, έπιναν ελληνικό καφέ («ροφούσαν θορυβωδώς έναν πολτώδη καφέ από μικρά φλιτζανάκια», γράφει ο Αμερικανός αρθρογράφος Ernest Poole το 1910), έπαιζαν τάβλι ή χαρτιά και συζητούσαν πολιτικά.
ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ ΣΤΙΣ ΗΠΑ
Τα πρώτα χρόνια της μετανάστευσης από τις χώρες της νότιας και της νοτιοανατολικής Ευρώπης, νεοφερμένοι μετανάστες που δεν ήξεραν ούτε τη γλώσσα ούτε τις συνθήκες εργασίας των Η.Π.Α., συμβάλλονταν με συμπατριώτες τους μικροεπιχειρηματίες ή μεσίτες, που με αντάλλαγμα κατοικία, διατροφή και μια πενιχρή χρηματική αμοιβή εκμεταλλεύονταν την εργασία τους. Αρχικά, το σύστημα αυτό παροχής εργασίας, το εφάρμοσαν οι Ιταλοί σε οικοδόμους και εργάτες σιδηροδρομικών γραμμών. Έτσι, καθιερώθηκε ο Ιταλικός όρος «padrone» («πάτρωνας»), για τους εργοδότες αυτούς που ουσιαστικά εξουσίαζαν τους νεοφερμένους συμπατριώτες τους. Οι μεταναστευτικές αρχές των Η.Π.Α. έδειξαν από νωρίς ενδιαφέρον για τους μετανάστες που είχαν έρθει στη χώρα χωρίς εξασφαλισμένη εργασία. Έτσι, για τους Έλληνες ειδικά, ανατέθηκε στον Αλκιβιάδη Σαράφη, επιθεωρητή της μεταναστευτικής υπηρεσίας, να μελετήσει τις συνθήκες εργασίας των νεοφερμένων Ελλήνων. Τα πορίσματα των ερευνών του Σαράφη, δημοσιεύθηκαν το 1911 σε ειδική έκθεση των μεταναστευτικών αρχών με τίτλο “The Greek Padrone System in the United States”.
Στην αποκαλυπτική αυτή έκθεσή του, ο Σαράφης αναφέρει ότι μεταξύ 1900 και 1910, το σύστημα της προκαταβολικής εκμίσθωσης της εργασίας των μεταναστών, επικρατούσε κυρίως, μεταξύ Ελλήνων, Ιταλών, Τούρκων, Βούλγαρων, Αυστριακών και Μεξικανών.
Μεταξύ των Ελλήνων, το σύστημα «λειτουργούσε» σε όλες τις πόλεις των Η.Π.Α. με πληθυσμό πάνω από 10.000 κατοίκους. Στη μεγάλη τους αυτή πλειοψηφία, οι Έλληνες εργάτες που εκμισθώνονταν, ήταν υπάλληλοι στιλβωτηρίων («λούστροι») και κατά δεύτερο λόγο εργάτες σιδηροδρομικών γραμμών, λαντζέρηδες («πιατάδες») και πλανόδιοι πωλητές φρούτων και λαχανικών. Συνήθως, οι πλανόδιοι πωλητές και οι υπάλληλοι στιλβωτηρίων, ήταν μεταξύ 12 και 17 ετών, ενώ οι εργάτες των σιδηροδρομικών γραμμών και μεταλλείων, μεγαλύτεροι των 20 ετών.
Στα παιδιά που εργάζονταν σε ανθοπωλεία, σύμφωνα με την έκθεση του Σαράφη, οι εργοδότες παρείχαν τροφή, υγιεινή κατοικία, καθαρή και επαρκή τροφή και μισθό 50 με 100 δολάρια τον χρόνο, δηλαδή αξιοπρεπή αμοιβή και συνθήκες ζωής, για εκείνη την εποχή. Αντίθετα, τα υπόλοιπα παιδιά, έμεναν σε βρόμικα και ανθυγιεινά δωμάτια, συχνά στα ίδια κτίρια με στάβλους αλόγων!
Χειρότερες όλων, ήταν οι συνθήκες διαμονής των παιδιών που εργάζονταν τα στιλβωτήρια. Γενικότερα, σε ένα οίκημα με τρία ή τέσσερα δωμάτια, έμεναν περισσότερα από δέκα παιδιά. Τρία και τέσσερα σε κάθε δωμάτιο, πολύ συχνά. Σε μερικά δωμάτια, δεν υπήρχαν κρεβάτια και τα παιδιά κοιμούνταν στο πάτωμα. Ο Σαράφης στην έκθεσή του αναφέρει τους εξής λόγους, οι οποίοι έφθειραν την υγεία των παιδιών: Πολύωρη εργασία και περιορισμός τους στον ίδιο χώρο. Ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης, ύπνου και παντελής έλλειψη αερισμού στους χώρους διαμονής τους. Περιορισμός των παιδιών σε καταστήματα (στιλβωτήρια), με κακό αερισμό. Ακατάλληλη διατροφή. Η σκόνη από τα παπούτσια των πελατών και το δηλητήριο από τις βαφές που ανέπνεαν τα παιδιά, ήταν ιδιαίτερα επιβαρυντικά για την υγεία τους. Σχετική είναι και η αναφορά του γιατρού, Γενικού Προξένου της Ελλάδας, Ν. Σαλόπουλου προς τον Σαράφη: «… Είμαι πεπεισμένος ότι όλα τα κάτω των 18 ετών παιδιά που εργάζονται επί μερικά χρόνια στα στιλβωτήρια, υποφέρουν από χρόνιες παθήσεις του στομαχιού και του ήπατος που τα προδιαθέτουν για ασθένειες των πνευμόνων». Τα σώματα των παιδιών ήταν ρυπαρά, καθώς πολύ σπάνια έκαναν μπάνιο, ενώ ο ρουχισμός τους ήταν παντελώς ακατάλληλος για τους χειμώνες των Η.Π.Α. ,που ήταν πολύ πιο δριμείς από εκείνους της Ελλάδας. Γι’ αυτούς τους λόγους, ο Ν. Σαλόπουλος κλείνει την αναφορά του ως εξής:
ΤΑ ΕΜΒΑΣΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Παρά τις πολύ χαμηλές αμοιβές τους και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν, οι Έλληνες μετανάστες στις Η.Π.Α., έστελναν εμβάσματα στους δικούς τους στην πατρίδα. Στο βιβλίο του “Greece Today, the Aftermath of the Refugee Impact”, ο Eliot Grinnell Mears, πρώην εμπορικός ακόλουθος των Η.Π.Α., γράφει ότι τα εμβάσματα των Ελλήνων του εξωτερικού, προς τη χώρα μας ήταν 97εκ. δολάρια, το 1919. Το 1920 έφτασαν τα 1,21 εκ. δολάρια. Από το 1922 όμως, τα ποσά αυτά άρχισαν να ελαττώνονται και κυμαίνονταν τα επόμενα χρόνια, μεταξύ 30 και 40 εκ. δολαρίων.
Ο ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΓΚΡΟΜ ΤΗΣ ΚΟΥ ΚΛΟΥΞ ΚΛΑΝ ΣΤΗΝ OMAHA
Εκτός απ’ όλα τα άλλα, οι Έλληνες μετανάστες στις Η.Π.Α. είχαν ν’ αντιμετωπίσουν, τουλάχιστον τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, ρατσιστικές συμπεριφορές από τους Αμερικανούς. Στην περιβόητη «Dillingham Commission Report» του 1911, οι Έλληνες χαρακτηρίζονται ως «άνθρωποι αμόρφωτοι, χωρίς ευγενικούς τρόπους, με ονόματα και συνήθειες παράξενες και με μια γλώσσα ιδιόρρυθμη που ούτε καν ομοίαζε με την κλασσική ελληνική γλώσσα, ενώ το χρώμα του δέρματός τους ήτο μελαμψό, και, εν πάση περιπτώσει έδιναν την εντύπωση ότι επρόκειτο περί κατωτέρας ποιότητος ανθρώπων οι οποίοι δεν μπορούσαν ποτέ να ανέλθουν στο επίπεδο των άλλων Αμερικανών, δεν ήταν, δηλαδή, δυνατόν να γίνουν καλοί Αμερικανοί και άρα ήσαν ανεπιθύμητοι».
Έτσι οι Έλληνες συμπεριλήφθηκαν στις εθνότητες εκείνες που θα έπρεπε η παρουσία τους να περιοριστεί στην Αμερική, δηλαδή να μειωθεί στο ελάχιστο ο αριθμός τους.
Το 1909, οι Έλληνες μπήκαν και στο στόχαστρο της περιβόητης Ku-Klux-Klan. Η ρατσιστική και τρομοκρατική αυτή οργάνωση, ιδρύθηκε την παραμονή των Χριστουγέννων του 1865 στη μικρή πόλη Πουλάσκι του Τενεσί, από μια ομάδα τεκτόνων αξιωματικών του στρατού των Νοτίων, που είχαν ως σκοπό να αποκαταστήσουν την τάξη και την κυριαρχία των Λευκών στον Νότο των ΗΠΑ. Το όνομά της, προέρχεται κατά τα δύο τρίτα του, από παραφθορά της ελληνικής λέξης «κύκλος». Πολλά μάλιστα από τα πρώτα μέλη της οργάνωσης αν και Αγγλοσάξονες και φανατικοί Προτεστάντες, ήταν θαυμαστές του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Στις 19 Φεβρουαρίου 1909, μετά από μια έντονη λογομαχία ενός Έλληνα εργάτη, του Γιάννη Μασουρίδη κι ενός Αμερικανού αστυνομικού, του Edward Lowery, ο Έλληνας σκότωσε τον Αμερικανό. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την ανεργία και την οικονομική κρίση της εποχής, οδήγησαν τους Αμερικανούς να κινηθούν εναντίον των Ελλήνων. Την ένταση υποδαύλιζε με τα δημοσιεύματα της, η τοπική εφημερίδα “Omaha Evening Bee”. Σε άρθρο της στις 21 Φεβρουαρίου 1909, έγραφε: «Είναι καιρός να απαλλάξουμε την πόλη μας από τους βδελυρούς αυτούς ανθρώπους και να πάρουμε εκδίκηση για το αίμα του αστυνομικού μας», και συνέχιζε:
Υποκινούμενος από την ΚΚΚ, το απόγευμα της ίδιας μέρας ένας εξαγριωμένος όχλος επέδραμε στη συνοικία των Ελλήνων, όπου ζούσαν 2.500 άτομα και την κατέστρεψε ολοκληρωτικά. Αμέσως μετά, ο ελληνισμός της Αμερικής, με μπροστάρη την εφημερίδα «Ατλαντίς», κινητοποιήθηκε. Δημοσιεύματα και επιστολές διαμαρτυρίας από την Εκκλησία, οργανώσεις, συλλόγους και κοινότητες, προς την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, είχαν ως αποτέλεσμα αυτή να παρέμβει, να σταματήσουν οι βανδαλισμοί και οι Έλληνες να αποζημιωθούν γι τις κατεστραμμένες περιουσίες τους. Η προσεκτικότερη συμπεριφορά των Ελλήνων από τότε, η σταδιακή ενσωμάτωσή τους στην αμερικανική κοινωνία και η πνευματική τους ανέλιξη, σε συνδυασμό με την ίδρυση στις 22 Ιουλίου 1922, στην Ατλάντα της Τζόρτζια της AHEPA (American Hellenic Education Progressive Association), με επικεφαλής τους Γεώργιο Νικολόπουλο και Ιωάννη Αγγελόπουλο, είχαν σαν αποτέλεσμα να μην συμβούν πάλι έκτροπα σε βάρος των Ελλήνων μεταναστών.
Στο βιβλίο του «Οι Ελληνοαμερικανοί» (2006), ο Μπάμπης Μαρκέτος, υπολογίζει ότι στις Η.Π.Α. ζούσαν πριν 15 χρόνια, περισσότεροι από 1,5 εκ. ομογενείς. Γράφει ότι ο αριθμός τους πρέπει να κυμαίνεται σήμερα (2006) μεταξύ 1.672.000 και 1.936.000.
Οι Ελληνοαμερικανοί, που διαπρέπουν στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, είναι πλέον χιλιάδες. Η προσφορά τους προς τη χώρα μας είναι τεράστια και διαχρονική και είμαστε σίγουροι ότι και στο μέλλον αυτό θα συνεχιστεί, καθώς έστω κι αν κάποιοι έχουν αποκλειστικά αμερικανική παιδεία, αγαπούν την Ελλάδα και είναι άρρηκτα δεμένοι μαζί της.
πηγή: neoskosmos.com
POST A COMMENT.