To Χόλιγουντ ανακαλύπτει την Ελλάδα

Ελλάδα-κινημ.παραγωγές

Η Ελλάδα διεκδικεί πλέον μια σημαντική θέση στο χρυσό κατάλογο των τόπων φιλοξενίας κινηματογραφικών και τηλεοπτικών γυρισμάτων προσφέροντας, όχι μόνον τα υπέροχα φυσικά τοπία της, αλλά και ένα ελκυστικό πακέτο χρηματοδότησης ως δέλεαρ προκειμένου να την επιλέξουν οι μεγάλες εταιρείες παραγωγής.

Τα αποτελέσματα της πρώτης διετίας του προγράμματος είναι ιδιαίτερα θετικά και αποδεικνύουν πως, με την κατάλληλη στήριξη, θα εξελιχθεί σε μια μακροπρόθεσμη επικερδή επένδυση.

Με φόντο την κυκλαδίτικη ομορφιά της κοσμοπολίτικης Μυκόνου αλλά και του ιερού νησιού της Δήλου
γυρίστηκε η ταινία του γνωστού Βρετανού σκηνοθέτη Michael Wintebottom «Greed»,
με πρωταγωνιστή τον Steve Coogan. Φώτο: Youtube

Ο κινηματογραφικός τουρισμός, μια έννοια άγνωστη μέχρι προσφάτως στη χώρα μας, έρχεται πλέον σε πρώτο πλάνο μέσα από το πρόγραμμα του επενδυτικού κινήτρου, του cash rebate, όπως είναι γνωστό σε διεθνείς όρους.

Το cash rebate λειτουργεί ως ένα είδος χρηματικής ανταπόδοσης για την προσέλκυση οπτικοακουστικών παραγωγών. Επιστρέφει, δηλαδή, μετά το τέλος των γυρισμάτων, ένα μέρος του συνολικού κόστους της παραγωγής έχοντας στο μεταξύ εξασφαλίσει, εκτός από την προβολή της εκάστοτε χώρας σε ολόκληρο τον κόσμο, ένα σημαντικό οικονομικό κέρδος αλλά και χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας.

Πρόκειται για ένα εξαιρετικά δημοφιλές πρόγραμμα που ξεκίνησε να εφαρμόζεται στον Καναδά, κατά τη δεκαετία του ’90, με στόχο να σπάσει το μονοπώλιο του Λος Άντζελες και της Νέας Υόρκης. Τα πρώτα αποτελέσματα ήταν κάτι παραπάνω από ενθαρρυντικά με αποτέλεσμα, με το πέρασμα των χρόνων, όλο και περισσότερες χώρες να μπουν στο χορό του cash rebate αυξάνοντας, με αυτόν τον τρόπο, τον ανταγωνισμό. Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Όποια χώρα προσφέρει το πιο ελκυστικό πακέτο κερδίζει, ενώ παράλληλα ενισχύει την εγχώρια παραγωγή του.

Η Ελλάδα, πάλι, μέχρι προσφάτως, συμπεριλαμβανόταν στις πλέον ακατάλληλες χώρες γι’ αυτόν το σκοπό. Δεν υπήρχε κανένα απολύτως κίνητρο, καμία οργάνωση και ο εφιάλτης της γραφειοκρατίας έκανε τους παραγωγούς που ήθελαν να έρθουν στη χώρα μας για γυρίσματα, να φεύγουν τρέχοντας…

Η παραπάνω, αρνητική εικόνα, ωστόσο, φαίνεται να έχει ανατραπεί μέσα σε μόλις δύο χρόνια! Και η μαγική λέξη που κρύβεται πίσω από αυτό το επίτευγμα δεν είναι άλλη από το cash rebate. Για να μιλήσουμε με αριθμούς, από τον Απρίλιο του 2018, που άνοιξε η πλατφόρμα του αρμόδιου Εθνικού Κέντρου Οπτικοακουστικών Μέσων (ΕΚΟΜΕ) για τις αιτήσεις μέχρι τα τέλη Ιουνίου του 2020, κατατέθηκαν 106 αιτήσεις εκ των οποίων οι 85 έγιναν δεκτές και μπήκαν στο πρόγραμμα. Από το σύνολο των παραγωγών οι 43 είναι ελληνικές και οι άλλες 42 προέρχονται από διάφορες χώρες του εξωτερικού μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Γερμανία, το Ισραήλ, η Ισπανία, η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Τουρκία, η Σερβία, η Ρουμανία, η Κορέα κ.ά.

Η μέχρι στιγμής συνολική επένδυση για τη χώρα μας ανέρχεται σε περίπου 80 εκατ. ευρώ ενώ το ποσό που θα επιστραφεί στις εταιρείες παραγωγής, μέσω του προγράμματος της χρηματικής ανταπόδοσης, φθάνει τα 26, 6 εκατ. ευρώ. Αν στα παραπάνω ποσά προσθέσουμε και τις περίπου 25.000 νέες θέσεις εργασίες που δημιουργήθηκαν για τις ανάγκες των γυρισμάτων, είναι σαφές πως πρόκειται για μια φιλόδοξη επένδυση η οποία έχει περιθώρια περαιτέρω αύξησης της αποδοτικότητάς της μέσω της βελτίωσης των όρων του προγράμματος και την επίλυση κάποιων προβλημάτων.

Ακριβώς πάνω σε αυτή τη λογική στηρίχθηκε η πρόσφατη απόφαση του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης να κάνει πιο ανταγωνιστικό το ελληνικό cash rebate μέσα από μια σειρά σημαντικών τροποποιήσεων.

Συγκεκριμένα αυξάνεται από 35% σε 40% το ποσοστό επιχορήγησης ενώ ταυτόχρονα μειώνονται τα επιμέρους ποσά επιλέξιμων δαπανών που αποτελούν προϋπόθεση για να γίνουν αποδεκτές οι αιτήσεις των ενδιαφερόμενων.
Το ποσό αυτό αντιστοιχεί πλέον σε 100.000 ευρώ για τις ταινίες μυθοπλασίας, 60.000 ευρώ για τα ντοκιμαντέρ και τις ταινίες μικρού μήκους, 25.000 ευρώ για τηλεοπτικές σειρές, 20.000 ευρώ για τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ και σειρές κινουμένων σχεδίων.

Παράλληλα, δίνεται η δυνατότητα στις εταιρείες παραγωγής να κάνουν μέρος των γυρισμάτων τους στην Ελλάδα υπό την προϋπόθεση πως οι δαπάνες τους επί ελληνικού εδάφους θα φθάνουν τα 60.000 ευρώ σε αντίθεση με τα 100.000 ευρώ που απαιτούνταν μέχρι σήμερα για ανάλογες περιπτώσεις. Οι παραπάνω, ουσιαστικές αλλαγές σε συνδυασμό με την πολύ καλή πορεία που σημειώνει η χώρα μας σε σχέση με την πανδημία του κορωνοϊού, αναμένεται να αυξήσει κατά πολύ το ενδιαφέρον των διεθνών εταιρειών παραγωγής οι περισσότερες από τις οποίες παρέμεναν κλειστές τους τελευταίους μήνες.

ΟΙ ΠΑΡΑΓΩΓΕΣ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΩΝ

Αττική, Πελοπόννησος, Ήπειρος, Στερεά Ελλάδα, Μύκονος, Δήλος, Πάρος, Αντίπαρος, Κως, Κρήτη, Νίσυρος, Κέρκυρα, Ζαγοροχώρια, Μονεμβασιά, Ναύπλιο, Θεσσαλονίκη είναι κάποιες μόνον από τις περιοχές όπου γυρίστηκαν ή συνεχίζουν να γυρίζονται μεγάλες διεθνείς αλλά και εγχώριες κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές. Κάποιες από αυτές μάλιστα προβλήθηκαν ήδη, κατά την διάρκεια των προηγούμενων μηνών, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία.
Ανάμεσά τους «Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» του Γιάννη Οικονομίδη – σαρώνει αυτή την περίοδο στα θερινά σινεμά – με δαπάνες παραγωγής ύψους λίγο πάνω από 1 εκατ. ευρώ και χρηματοδότηση περί τις 270.000 ευρώ, η «Φαντασία» του Αλέξη Καρδαρά, με τους Γιάννη Στάνκογλου, Στέλιο Μάινα και τη Ρένα Μόρφη, με δαπάνες περίπου 630.000 και επιστροφή ύψους 223.000 ευρώ αλλά και η επίσης εξαιρετικά δημοφιλής «Ευτυχία» του Άγγελου Φραντζή που βασίστηκε στη ζωή της σπουδαίας στιχουργού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου την οποία ενσάρκωσαν η Κάτια Γκουλιώνη και η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη.

Όσον αφορά στις ξένες παραγωγές, που μπήκαν στο ελληνικό cash rebate, η ακριβότερη είναι το «Born to be Murdered» με πρωταγωνιστή τον Τζον Ντέιβιντ Ουάσινγκτον, με κόστος παραγωγής 4,3 εκατ ευρώ και χρηματοδότηση περί το 1,5 εκατ ευρώ. Τα γυρίσματά της έγιναν στην Αθήνα, στα Μετέωρα και στα Ζαγόρια.
Yψηλού μπάτζετ ήταν επίσης το «Echoes of the Past» του Νικόλα Δημητρόπουλου, η τελευταία ταινία στην οποία έπαιξε ο Max Von Sydow, με δαπάνες λίγο πάνω από τα 2 εκατ. ευρώ από τα οποία επιστράφηκαν περίπου οι 500.000 ευρώ αλλά και το πολυσυζητημένο και βασισμένο στο βιβλίο του Γιάννη Βαρουφάκη «Ενήλικες στο Δωμάτιο» του Κώστα Γαβρά με ύψος επιλέξιμων δαπανών περίπου 1,8 εκατ ευρώ και επιστροφή περίπου 455.000 ευρώ.

Σε ανάλογα υψηλά επίπεδα κινήθηκε και ο τέταρτος κύκλος της δημοφιλέσταστης βρετανικής τηλεοπτικής σειράς «The Durells in Corfu», στην οποία έπαιζε μεταξύ άλλων και ο Αλέξης Γεωργούλης, για τις ανάγκες των γυρισμάτων της οποίας δαπανήθηκαν γύρω στο 1,9 εκατ. ευρώ από το οποίο κέρδισε, μέσω cash rebate, γύρω στις 450.000 ευρώ.

Ακριβή και ιδιαίτερα φιλόδοξη παραγωγή είναι και η «Τεχεράνη», η ισραηλινή τηλεοπτική σειρά μυθοπλασίας που θα δούμε σύντομα από την πλατφόρμα Apple TV, με το κόστος δαπανών της σε ελληνικό έδαφος να αγγίζει τα 2 εκατ. ευρώ και την ανταπόδοσή της να φθάνει τις 700.000 ευρώ. Η σειρά, που γυρίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στην Αθήνα, παρουσιάζει το χρονικό μιας τρομοκρατικής επίθεσης της Μοσάντ.

ΤΕΧΕΡΑΝΗ

Στο πρόγραμμα της χρηματικής ανταπόκρισης έχει ενταχθεί και «Ο άνθρωπος του Θεού», η ταινία της Γελένα Πόποβιτς για την ζωή του Αγίου Νεκταρίου, που γυρίζεται αυτήν την περίοδο σε Αθήνα, Λαύριο και Αίγινα, με την συμμετοχή των Άρη Σερβετάλη, Μίκι Ρουρκ και Αλεξάντερ Πετρόφ. Το ποσό που αναμένεται να δαπανηθεί στην Ελλάδα είναι λίγο κάτω από 700.000 ευρώ από το οποίο θα επιστραφούν τα 169.000 ευρώ.

Με φόντο το κυκλαδίτικη ομορφιά της κοσμοπολίτικης Μυκόνου αλλά και του ιερού νησιού της Δήλου γυρίστηκε η ταινία του γνωστού Βρετανού σκηνοθέτη Michael Wintebottom «Greed», με πρωταγωνιστή τον Steve Coogan. Το ποσό που δαπανήθηκε για τα γυρίσματα στην Ελλάδα φθάνει τα 750.000 ευρώ από τα οποία θα κερδίσει το 35%, δηλαδή περίπου 187.000 ευρώ.
ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

POST A COMMENT.