Πενήντα χρόνια μετά την πρώτη μεταμόσχευση καρδιάς, η επέμβαση παραμένει πολύ δαπανηρή με αμφίβολα –συχνά– αποτελέσματα. Μια νέα προσέγγιση εστιάζει στην αποκατάσταση της βλάβης στο όργανο αντί για τη μεταμόσχευσή του.
Ρούλα Σκουρογιάννη
Αναμφίβολα, ήταν μία καθοριστική στιγμή στην ιστορία της ιατρικής επιστήμης, η πρωτοπόρος για την εποχή επέμβαση, που πραγματοποίησε, τα ξημερώματα της 3ης Δεκεμβρίου 1967, ο καθηγητής Christiaan Barnard, μεταμοσχεύοντας στον 54χρονο πρώην μπόξερ Louis Washkansky την καρδιά της 25χρονης Denise Darvall, που μόλις είχε χάσει τη ζωή της σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Αν και η εγχείρηση πέτυχε, ο Washkansky πέθανε από πνευμονία μόλις 18 ημέρες αργότερα, ωστόσο, η περίπτωσή του άνοιξε το δρόμο για εκατοντάδες μεταμοσχεύσεις καρδιάς τα επόμενα χρόνια.
Σήμερα, 50 χρόνια μετά από το επίτευγμα του Barnard, εκτελούνται 4.000 μεταμοσχεύσεις καρδιάς ανά τον κόσμο κάθε χρόνο. Όμως, ενώ κάποιοι ασθενείς επιβιώνουν μετά την επέμβαση για αρκετά χρόνια, οι επιπλοκές παραμένουν λόγω της ανάγκης για συνεχή ανοσοκατασταλτική θεραπεία, που σημαίνει ότι το ποσοστό επιβίωσης μετά από 12 χρόνια παραμένει μόλις 50%. Επιπλέον, ενώ μελέτες στις ΗΠΑ έχουν διαπιστώσει ότι περισσότεροι από 20.000 Αμερικανοί θα μπορούσαν να επωφεληθούν από μια μεταμόσχευση καρδιάς κάθε χρόνο, μόνο 2.000 μεταμοσχεύσεις πραγματοποιούνται στις ΗΠΑ, λόγω έλλειψης δωρητών.
Πλέον, πολλοί ερευνητές επιστήμονες υποστηρίζουν ότι βρισκόμαστε στο μεταίχμιο μίας νέας ιατρικής επανάστασης. Η πρόοδος στην αναγεννητική ιατρική μπορεί να μας επιτρέψει να αποκαταστήσουμε τη βλάβη στο όργανο της καρδιάς αντί να το αντικαταστήσουμε.
Στα θηλαστικά, φαίνεται σχεδόν αδύνατο για μια κατεστραμμένη καρδιά να επιδιορθωθεί. Μέσα σε λίγα λεπτά από τη στιγμή που στερούνται οξυγόνου εξαιτίας μίας φραγμένης αρτηρίας, τα μυϊκά κύτταρα της καρδιάς αρχίζουν να πεθαίνουν. Εάν ο χειρουργός μπορέσει να αντιμετωπίσει το έμφραγμα ή το πρόβλημα μέσα σε μία ώρα, η ζημιά μπορεί να αντιστραφεί. Εάν έχουν περάσει 12 ώρες, ενδέχεται να χαθούν έως και 1 δισεκατομμύριο καρδιακά κύτταρα, τα οποία μετατρέπονται σε σκληρό, άκαμπτο ιστό ουλής.
«Το πρόβλημα είναι ότι η αναγεννητική δύναμη της καρδιάς είναι χαμηλότερη από άλλα όργανα», λέει ο Δρ Tim Henry, διευθυντής καρδιολογίας στο Ιατρικό Κέντρο Cedars-Sinai στο Λος Άντζελες. «Εάν χαθεί το ήμισυ του ήπατος μας, θα αναπλαστεί. Το δέρμα μας θεραπεύεται πολύ γρήγορα. Αλλά για τους ανθρώπους των οποίων η καρδιακή ανεπάρκεια δεν αντιμετωπίζεται έγκαιρα ή έχουν ήδη υποστεί καρδιακή προσβολή, υπάρχει μόνιμη και σημαντική βλάβη που τους αναγκάζει να προσφύγουν στη λύση της μεταμόσχευσης».
Τα τελευταία 15 χρόνια, οι επιστήμονες έχουν πειραματιστεί με τη λήψη βλαστοκυττάρων από το αίμα ή το μυελό των οστών και την έγχυσή τους σε καρδιές που έχουν υποστεί βλάβη. Αυτό συνήθως λειτουργεί καλά στη βελτίωση της ροής του αίματος προς την καρδιά, βοηθώντας τους ασθενείς που έχουν κακή απόφραξη στις αρτηρίες τους. Ωστόσο, παρά τις πολυάριθμες προσπάθειες, αυτά τα μεμονωμένα βλαστοκύτταρα δεν μπόρεσαν να αναπτύξουν μεγάλο μέρος του χαμένου καρδιακού μυός. Οι ανοσολογικές αποκρίσεις του σώματος είναι τόσο εχθρικές προς τα νέα κύτταρα που εμφυτεύονται στην καρδιά, ακόμα και όταν χρησιμοποιείται ιστός του ίδιου του ασθενούς και το 90% των κυττάρων εξακολουθεί να πεθαίνει.
«Η προσέγγιση των βλαστικών κυττάρων έχει δείξει κάποιο όφελος, αλλά είναι σχετικά βραχύβια», εξηγεί ο καθηγητής Richard Farndale του Πανεπιστημίου του Cambridge. «Αυτό που συμβαίνει γενικά είναι ότι τα βλαστικά κύτταρα αποτυγχάνουν να προσκολληθούν στην καρδιά και χάνονται στην κυκλοφορία του αίματος αρκετά γρήγορα».
«heart patches»: Ποιες προοπτικές ανοίγουν;
Ωστόσο, μια νέα προσέγγιση φαίνεται να δίνει πολύ περισσότερες υποσχέσεις. Οι επιστήμονες, στη Βρετανία, αναπτύσσουν τα «heart patches» ή «μπαλώματα καρδιάς», μικροσκοπικά κομμάτια καρδιάς, σε μικρούς δίσκους στο εργαστήριο. Κατασκευάζονται με τη λήψη μιας σταγόνας αίματος από έναν ασθενή και την επεξεργασία των κυττάρων του αίματος σε ένα στρώμα πλήρως σχηματισμένου καρδιακού ιστού. Αυτό είναι γενετικά προσαρμοσμένο στο συγκεκριμένο ασθενή και μπορεί να μεταμοσχευθεί στην καρδιά του για να αντικαταστήσει τις κατεστραμμένες περιοχές. Μέχρι τώρα, η συγκεκριμένη επεμβατική προσέγγιση έχει δοκιμαστεί σε ποντίκια και σύντομα θα δοκιμαστεί σε χοίρους.
Τα επόμενα πέντε χρόνια, οι επιστήμονες ελπίζουν να ξεκινήσουν μια κλινική δοκιμή για την εφαρμογή των επιθεμάτων στους ανθρώπους. Με κόστος περίπου 70.000 λίρες ανά ασθενή, η επέμβαση υπόσχεται να είναι μια πολύ πιο οικονομικά βιώσιμη εναλλακτική λύση από τις μεταμοσχεύσεις καρδιάς, στις οποίες απαιτούνται πολυπληθείς χειρουργικές ομάδες και η όλη χειρουργική επέμβαση κοστίζει στο NHS μέχρι και 500.000 λίρες.
Πηγή: dailypharmanews.gr
POST A COMMENT.