Αμερικανοί επιστήμονες δηλώνουν ότι μπορούν να επιδιορθώσουν γονίδια ανθρώπινων εμβρύων

γονιδίωμα

Αμερικανοί επιστήμονες κατάφεραν να αλλάξουν τα γονίδια ενός ανθρώπινου εμβρύου για να διορθώσουν μια μετάλλαξη που προκαλεί ασθένειες, καθιστώντας δυνατή την αποτροπή της μετάδοσης του ελαττώματος στις μελλοντικές γενιές.

Από τη Ρούλα Σκουρογιάννη

Η σημαντική αυτή είδηση, που δημοσιεύθηκε σε χτεσινό (2 Αυγούστου) online άρθρο του «Nature»,επιβεβαιώθηκε την περασμένη εβδομάδα από το Oregon Health and Science University (OHSU), το οποίο συνεργάστηκε με το Ινστιτούτο Salk και το Institute for Basic Science της Κορέας για να χρησιμοποιήσει μια τεχνική γνωστή ως CRISPR-Cas9 για τη διόρθωση μιας γενετικής μετάλλαξης για την υπερτροφική καρδιομυοπάθεια.

Το CRISPR-Cas9 λειτουργεί ως ένας τύπος μοριακού ψαλιδιού που μπορεί να απομακρύνει επιλεκτικά τα ανεπιθύμητα τμήματα του γονιδιώματος και να αποκαθιστά το μεταλλαγμένο μέρος.

«Έχουμε δείξει τη δυνατότητα να διορθώσουμε τις μεταλλάξεις σε ένα ανθρώπινο έμβρυο με ασφαλή τρόπο και με έναν ορισμένο βαθμό αποτελεσματικότητας», δήλωσε ο Juan Carlos Izpisua Belmonte, καθηγητής στο Εργαστήριο Γονιδιακής Έκφρασης του Salk και ένας από τους συγγραφείς της μελέτης.

Για να αυξηθεί ο ρυθμός επιτυχίας, η ομάδα του εισήγαγε τα συστατικά επεξεργασίας του γονιδιώματος μαζί με σπέρμα με το στοχευόμενο ελαττωματικό γονίδιο κατά τη διαδικασία της in vitro γονιμοποίησης. Διαπίστωσαν ότι το έμβρυο χρησιμοποίησε το διαθέσιμο υγιές αντίγραφο του γονιδίου για την αποκατάσταση του μεταλλαγμένου μέρους.

Η ομάδα Salk / OHSU διαπίστωσε επίσης ότι η γονιδιακή διόρθωσή της δεν προκάλεσε ανιχνεύσιμες μεταλλάξεις σε άλλα μέρη του γονιδιώματος – μια σημαντική ανησυχία για την επεξεργασία γονιδίων.

Προς το παρόν, η τεχνική δεν έχει αποδώσει το απόλυτο επιτυχές αποτέλεσμα που επιθυμούν οι ερευνητές. Τα έμβρυα, που δοκιμάστηκαν στο εργαστήριο, αφέθηκαν να αναπτυχθούν μόνο λίγες μέρες.

«Πρέπει να γίνουν ακόμα πολλά για να διαπιστωθεί η απόλυτη ασφάλεια των μεθόδων, επομένως δε θα πρέπει να υιοθετηθούν κλινικά», τόνισε σε δήλωσή του ο Robin Lovell-Badge, καθηγητής στο Francis Crick Institute του Λονδίνου, ο οποίος δε συμμετείχε στη μελέτη.

Σε ανάλογες ερευνητικές δραστηριότητες, είναι ζωτικής σημασίας η μελέτη να προχωρά με μεγάλη προσοχή, λαμβάνοντας υπόψη πάντα και τις ηθικές παραμέτρους.

Πηγή: dailypharmanews.gr

Facebook Comments

POST A COMMENT.