H ηπατίτιδα οφείλεται σε φλεγμονή του ήπατος από διάφορες αιτιολογίες. Η νόσος διαχωρίζεται σε οξεία και χρόνια και τις περισσότερες φορές οφείλεται σε ιούς που προσβάλλουν ειδικά το συκώτι, προκαλώντας αντίστοιχους τύπους ηπατίτιδας, όπως ηπατίτιδα τύπου Β ή τύπου A ή C. Οι κύριες επιπτώσεις στη δημόσια υγεία είναι η αυξημένη νοσηρότητα και θνητότητα των ασθενών από την ηπατική νόσο και η διασπορά των ιών αυτών στο κοινωνικό τους περιβάλλον. Είναι γνωστό ότι σημαντικό ποσοστό των ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα Β ή C καταλήγουν από επιπλοκές της χρόνιας λοίμωξης, όπως κίρρωση του ήπατος, ηπατοκυτταρικό καρκίνο (HCC), ηπατική ανεπάρκεια, εφόσον δεν τεθούν σε παρακολούθηση και δε λάβουν ειδική αντιική αγωγή. Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα κατά των ιογενών ηπατιτίδων -28 Ιουλίου- μιλήσαμε με τον Πρόεδρο της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης Ήπατος και Καθηγητή Παθολογίας, κ. Γιώργο Νταλέκο, για τους διάφορους τύπους της Ηπατίτιδας, τους τρόπους μετάδοσης και προφύλαξης, αλλά και τις νεότερες θεραπευτικές προσεγγίσεις που στόχο έχουν την εκρίζωση του ιού από τον ανθρώπινο οργανισμό.
Κύριε Νταλέκο, πόσους τύπους ιογενούς ηπατίτιδας έχουμε;
Οι ιογενείς ηπατίτιδες προκαλούνται από ιούς που μολύνουν τα ηπατικά κύτταρα. Διακρίνονται στον ιό της ηπατίτιδας Α (HAV), τον ιό της ηπατίτιδας Β (HBV), τον ιό της ηπατίτιδας C (HCV), τον ιό της ηπατίτιδας δέλτα (HDV) και τον ιό της ηπατίτιδας Ε (HEV). Από τους παραπάνω ιούς ο HBV, HCV και ο HDV μπορούν να οδηγήσουν σε χρόνια νόσο (αδυναμία του οργανισμού να εκριζώσει τον ιό), ενώ αντίθετα οι λοιμώξεις από τον HAV και τον HEV είναι συνήθως αυτοπεριοριζόμενες και δεν καταλήγουν σε χρόνια φορεία.
Πώς μεταδίδονται ο HAV και ο HEV και σε ποιες χώρες συναντώνται;
Ο HAV έχει παγκόσμια κατανομή. Ετησίως εμφανίζονται περίπου 1,5 εκατ. νέες περιπτώσεις ηπατίτιδας Α σε όλο τον κόσμο. Η νόσος έχει ενδημικό χαρακτήρα σε περιοχές του πλανήτη, καθώς η μετάδοσή του ιού ευνοείται από κακές συνθήκες διαβίωσης. Η βελτίωση του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου του πληθυσμού και των συνθηκών ύδρευσης και αποχέτευσης στη χώρα μας, είχε ως αποτέλεσμα τη σαφή μείωση των κρουσμάτων και οι νέες περιπτώσεις πλέον αφορούν ταξιδιώτες σε αναπτυσσόμενες χώρες ή άτομα που ήρθαν σε επαφή με ασθενείς. Η ηπατίτιδα Ε είναι υπεύθυνη για επιδημίες που συμβαίνουν σε αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ είναι αρκετά σπάνια στη Δυτική Ευρώπη και την Αμερική.
Τόσο ο HAV όσο και ο HEV μεταδίδονται με την κοπρανοστοματική οδό, δηλαδή ο HAV και ο HEV πρέπει να «εισαχθούν» στον οργανισμό από του στόματος με κατανάλωση τροφής ή νερού που έχουν έρθει σε επαφή, κατά κάποιο τρόπο, με κόπρανα ατόμου που πάσχει από ηπατίτιδα Α ή Ε, αντίστοιχα. Αυτό εξηγεί τον όρο «κοπρανο-στοματική» οδός μετάδοσης της ηπατίτιδας Α και της ηπατίτιδας Ε καθώς και γιατί οι λοιμώξεις αυτές εμφανίζονται πιο συχνά σε περιοχές χαμηλού κοινωνικοοικονομικού επιπέδου, με ανεπαρκές δίκτυο ύδρευσης-αποχέτευσης και σε ομάδες ατόμων με πτωχή ατομική υγιεινή. Πρέπει να τονισθεί ότι, η συνήθης κοινωνική επαφή στα πλαίσια της εργασίας ή στο σχολείο, δεν ενέχει κινδύνους για τη μετάδοση του HAV και του HEV με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι τηρούνται οι στοιχειώδεις κανόνες ατομικής υγιεινής, όπως πλύσιμο των χεριών πριν την ετοιμασία και κατανάλωση τροφής, καθώς και μετά από κάθε χρήση τουαλέτας ή αλλαγής πάνας σε παιδιά. Επιπλέον, σε χώρες με αυξημένη ενδημικότητα ή σε περίπτωση φυσικών καταστροφών, όπου το δίκτυο ύδρευσης-αποχέτευσης μπορεί να έχει υποστεί ζημιές, συνιστάται η πόση εμφιαλωμένου νερού, να μη χρησιμοποιούνται παγάκια, να μην πλένονται τα φρούτα και τα λαχανικά με νερό βρύσης και να αποφεύγεται το μοίρασμα τροφίμων, ποτών και τσιγάρων με άλλους. Είναι καλό επίσης να γνωρίζουμε ότι ο HAV αδρανοποιείται στιγμιαία με το βρασμό του νερού και των τροφών, με παστερίωση, στο φούρνο μικροκυμάτων και με τη χρήση οικιακής χλωρίνης στις επιφάνειες.
Ομάδες υψηλού κινδύνου για λοίμωξη από τον HAV αποτελούν όσοι πρόκειται να ταξιδέψουν σε χώρες με μεγάλη ενδημικότητα της νόσου, όλα τα ευαίσθητα άτομα που έρχονται σε επαφή με ασθενείς με οξεία ηπατίτιδα A, τρόφιμοι και προσωπικό ιδρυμάτων για άτομα με ειδικές ανάγκες, χρήστες ενδοφλεβίων ουσιών, ομοφυλόφιλοι άνδρες, χρόνιοι ηπατοπαθείς και εργαζόμενοι σε εργαστήρια που χειρίζονται υλικά δυνητικά μολυσματικά. Για τον HEV που είναι λιγότερο μεταδοτικός σε σχέση με τον HAV, ομάδες υψηλού κινδύνου αποτελούν οι ταξιδιώτες στις περιοχές με αυξημένη ενδημικότητα (π.χ. Ασία, Μέση Ανατολή, Αφρική, Μεξικό, κλπ), ενώ ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται σε εγκύους (κυρίως του 3ου τριμήνου) λόγω του αυξημένου ποσοστού οξείας ηπατικής ανεπάρκειας που μπορεί να εμφανισθεί στην ομάδα αυτή.
Να αναφερθούμε στους πιο επικίνδυνους ιούς της ηπατίτιδας, δηλαδή, τους HBV, HCVκαι HDV;
Οι ιοί HBV, HCV και HDV έχουν παγκόσμια κατανομή, οδηγούν σε χρόνια νόσο με ανάπτυξη μακροχρόνιων επιπλοκών (ανάπτυξη κίρρωσης, ηπατοκυτταρικού καρκίνου και ανάγκη μεταμόσχευσης ήπατος) σε άλλοτε άλλα ποσοστά των προσβληθέντων και ως εκ τούτου, αποτελούν σημαντικότατο πρόβλημα δημόσιας υγείας, αφού περίπου 1 στους 12 ανθρώπους σε όλο τον κόσμο (περίπου 500.000.000 συνολικά) πάσχει από χρόνιες ιογενείς ηπατίτιδες Β, C και D, με περίπου 1,5 εκατομμύριο θανάτους ετησίως. Περισσότερους, δηλαδή, από τους αντίστοιχους θανάτους που πρακαλούνται από τον ιό του HIV/AIDS, την ελονοσία και τη φυματίωση. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο από το 2010, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) όρισε την Παγκόσμια Ημέρα κατά των ιογενών ηπατιτίδων ως μία από τις μόλις 4 επίσημες συγκεκριμένες Παγκόσμιες Ημέρες Υγείας (επισήμως γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 28 Ιουλίου). Τα νοσήματα αυτά, δυστυχώς, δεν έχουν συνήθως συμπτώματα παρά μόνο στα τελικά στάδια με αποτέλεσμα, πολλοί ασθενείς να διαγιγνώσκονται στο στάδιο της κίρρωσης ή του ηπατοκυτταρικού καρκίνου. Αυτό εξηγεί γιατί ο ηπατοκυτταρικός καρκίνος αποτελεί την 3η συχνότερη αιτία θανάτου σχετιζόμενη με καρκίνο παγκοσμίως, με 750.000 νέες περιπτώσεις ετησίως και 650.000 θανάτους ανά έτος. Στη χώρα μας, η επίπτωση του ηπατοκυτταρικού καρκίνου είναι από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη με 12.1 νέες περιπτώσεις/100.000 κατοίκους/έτος στους άνδρες & 4.6 στις γυναίκες. Οι περισσότερες δε περιπτώσεις ηπατοκυτταρικού καρκίνου σχετίζονται με τις χρόνιες ιογενείς ηπατίτιδες Β, C και D (ιδιαίτερα με την ηπατίτιδα Β εκτός από την Κρήτη που σχετίζονται περισσότερο με την ηπατίτιδα C).
Πόσο συχνή είναι η ηπατίτιδα C, παγκοσμίως και στην Ελλάδα;
Ιδιαίτερα για την ηπατίτιδα C, περίπου 185 εκατομμύρια ασθενείς έχουν χρόνια νόσο με περίπου 3-4 εκατομμύρια νέες μολύνσεις ανά έτος (ΠΟΥ 2014). Η πλειονότητα των ασθενών (80-85%), που έχει μολυνθεί από τον HCV, θα αναπτύξει χρόνια ηπατική νόσο, ενώ ποσοστό περίπου 15% θα αναπτύξει κίρρωση του ήπατος με περαιτέρω κίνδυνο ανάπτυξης μη-αντιρροπούμενης κίρρωσης (έως 30% σε περίπου 10 χρόνια) και ηπατοκυτταρικού καρκίνου (2-4% ανά έτος). Ως αποτέλεσμα της φυσικής πορείας του νοσήματος, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι μεγάλος αριθμός ασθενών (σε απόλυτους αριθμούς) θα χρειαστεί, αν δε διαγνωσθεί, και δε λάβει θεραπεία, μεταμόσχευση ήπατος που έχει σημαντικότατο κοινωνικοοικονομικό κόστος τόσο για τους ασθενείς και τις οικογένειές τους όσο και για το σύστημα υγείας. Ενδεικτικά, μάλιστα, έχει υπολογιστεί από μελέτες ότι οι θάνατοι από την ιογενή ηπατίτιδα C στη χώρα μας, θα αυξηθούν κατά 123,5% μέχρι το 2030 αν δεν υπάρξουν σημαντικές δράσεις. Στη χώρα μας, υπολογίζεται ότι έχουμε περίπου 300.000-350.000 ασθενείς με χρόνιες ιογενείς ηπατίτιδες B, C και D. Εξ’αυτών 170.000 περίπου ασθενείς πάσχουν από χρόνια ηπατίτιδα C, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων (80%), δεν γνωρίζει ότι πάσχει από το νόσημα, ενώ και από αυτούς που το γνωρίζουν μόνο περίπου το 50% έχει λάβει θεραπεία (10% στο σύνολο των μολυνθέντων!). Περίπου 4.000 είναι οι καινούργιες HCV μολύνσεις ανά έτος, ενώ περίπου μόλις 2.000 ασθενείς ξεκινούν θεραπεία ετησίως, χωρίς αυτή να είναι πάντοτε επιτυχής (με τα παλαιότερα σχήματα θεραπείας που είχαν αρκετές παρενέργειες και ποσοστά επιτυχίας που δεν ξεπερνούσαν το 45-50% των θεραπευομένων).
Οι ιοί HBV και HDV πώς μεταδίδονται;
Τόσο ο HBV όσο και ο HDV, μεταδίδονται παρεντερικά, δηλαδή, με επαφή με μολυσμένο αίμα (μεταγγίσεις αίματος – εξαιρετικά σπάνια σήμερα λόγω των ελέγχων στις αιμοδοσίες, χρήση ενδοφλεβίων ναρκωτικών ουσιών, με την κοινή χρήση προσωπικών αντικειμένων, όπως ξυραφάκια, οδοντόβουρτσες, νυχοκόπτες, τρύπημα με μολυσμένη βελόνα ή αιχμηρό αντικειμένο όπως κατά την εκτέλεση τατουάζ, τρυπήματος αυτιών ή άλλων σημείων του σώματος, κλπ), με τη σεξουαλική επαφή χωρίς χρήση προφυλακτικού και από μολυσμένη μητέρα στο νεογνό της κατά τη διάρκεια του τοκετού (κάθετη μετάδοση), ενώ ο HCV κυρίως με την παρεντερική επαφή και πολύ σπανιότερα με τη σεξουαλική επαφή ή τη κάθετη μετάδοση από τη μητέρα στο παιδί.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο HDV απαιτεί υποχρεωτικά την παρουσία του HBV για την εκδήλωση HDV λοίμωξης. Επομένως, η ηπατίτιδα D μπορεί να εκδηλωθεί ως:
– συν-λοίμωξη, δηλαδή ταυτόχρονη λοίμωξη με τον HBV, που σχετίζεται με σοβαρή οξεία νόσηση και αυξημένο κίνδυνο (2-20%) ανάπτυξης οξείας ηπατικής ανεπάρκειας ή
– επι-λοίμωξη, δηλαδή εμφάνιση οξείας ηπατίτιδας D σε χρόνιους φορείς ηπατίτιδας Β. Η επι-λοίμωξη είναι πιο συχνή από τη συν-λοίμωξη και οδηγεί πιο συχνά σε χρόνια ηπατίτιδα D καθώς και σε ταχύτερη ανάπτυξη κίρρωσης και ηπατοκυτταρικού καρκινώματος
Καλό θα ήταν να τονίσουμε τον τρόπο μετάδοσης των ιογενών ηπατιτίδων B, C και D, γιατί η μερική πληροφόρηση προκαλεί τα κοινωνικά ταμπού.
Οι ιογενείς ηπατίτιδες B, C και D δε μεταδίδονται με το νερό, την τροφή, τα μαγειρικά σκεύη ή τα σκεύη εστιάσεως, τις τουαλέτες, το θηλασμό ή την κοινωνική επαφή (χειραψία, αγκαλιά, φιλί, βήχας, φτέρνισμα, κλπ). Ομάδες υψηλού κινδύνου για λοίμωξη από τον HΒVαποτελούν όσοι έχουν σεξουαλική επαφή με πάσχοντες, ομοφυλόφιλοι άνδρες, όσοι έχουν πολλαπλούς ερωτικούς συντρόφους ή έχουν άλλο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα, νεογνά μολυσμένων μητέρων, χρήστες ενδοφλεβίων ναρκωτικών, επαγγελματίες υγείας, ασθενείς σε μονάδες τεχνητού νεφρού και μέλη οικογένειας χρόνιων πασχόντων από ηπατίτιδα Β που δεν έχουν εμβολιασθεί. Παρομοίως, ομάδες υψηλού κινδύνου για λοίμωξη από τον HDVαποτελούν οι χρήστες ενδοφλεβίων ναρκωτικών ουσιών, οι ομοφυλόφιλοι άνδρες, οι ασθενείς σε αιμοκάθαρση, οι σεξουαλικοί σύντροφοι πασχόντων και τα νεογνά μολυσμένων μητέρων. Για την ηπατίτιδα C, οι ομάδες υψηλού κινδύνου είναι οι χρήστες ενδοφλέβιων ναρκωτικών (μακράν η πρώτη ομάδα υψηλού κινδύνου στις μέρες μας), οι λήπτες μετάγγισης αίματος ή παραγώγων αίματος πριν το 1992, οι επαγγελματίες υγείας, ασθενείς σε μονάδες τεχνητού νεφρού, νεογνά μητέρων με HCV και HIV συν-λοίμωξη, όσοι έχουν πολλαπλούς ερωτικούς συντρόφους ή έχουν άλλο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα και όσοι έχουν εκτεθεί σε μη ασφαλείς πρακτικές (για παράδειγμα, κοινή χρήση προσωπικών αντικειμένων όπως ξυραφάκια, οδοντόβουρτσες, νυχοκόπτες, τρύπημα με μολυσμένη βελόνα ή αιχμηρό αντικειμένο, όπως κατά την εκτέλεση τατουάζ, τρυπήματος αυτιών ή άλλων σημείων του σώματος, κλπ).
Πόσο γρήγορα εκδηλώνεται η νόσος, μετά τη μόλυνση από τον ιό;
Η οξεία ηπατίτιδα -ανεξάρτητα του είδους του ιού- εμφανίζεται λίγες εβδομάδες έως μήνες μετά την είσοδο του ιού της ηπατίτιδας στον ανθρώπινο οργανισμό. Τα κύρια συμπτώματα είναι γενικά και μη ειδικά, όπως έντονη αδυναμία, καταβολή, ανορεξία, ναυτία, έμετοι, διάρροιες, μυαλγίες, αίσθημα βάρους στο δεξιό άνω τμήμα της κοιλιάς, αρθραλγίες, πονοκέφαλος, χαμηλός πυρετός, αποστροφή στο κάπνισμα, ενώ κάποιοι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν ίκτερο (κίτρινα μάτια και δέρμα), σκοτεινόχρωμα ούρα (σαν κονιάκ ή ουΐσκι) και αποχρωματισμό κοπράνων (κόπρανα σαν στόκος). Δυστυχώς, οι περισσότερες περιπτώσεις έχουν ελάχιστα ή καθόλου συμπτώματα με αποτέλεσμα να μη διαγιγνώσκονται και σε περίπτωση χρονιότητας (για τους HBV, HCV, HDV), η διάγνωση να τίθεται μετά από πολλά χρόνια σε τυχαίο έλεγχο που έγινε για άλλο λόγο ή λόγω της ανάπτυξης των επιπλοκών (κίρρωση, ηπατοκυτταρικός καρκίνος).
Στη χρόνια νόσο (για τον HBV, HCV ή HDV) οι ασθενείς εξακολουθούν να μην έχουν συμπτώματα, αλλά η ύπαρξη του ιού εξακολουθεί να προκαλεί ερεθισμό και να καταστρέφει το ήπαρ. Αποτέλεσμα αυτού είναι η ανάπτυξη ινώδους ιστού (ουλή) στο ήπαρ που προοδευτικά οδηγεί στην κίρρωση, παρά του γεγονότος ότι οι ασθενείς μπορεί να είναι τελείως ασυμπτωματικοί ακόμη και μετά την εγκατάσταση της κίρρωσης. Καθώς η ηπατική νόσος προοδευτικά επιβαρύνεται, μπορεί να εμφανισθεί ρήξη της αντιρρόπησης δηλαδή, ασκίτης (υγρό στην κοιλιά), αιμορραγία από φλέβες του οισοφάγου (κιρσορραγία), ηπατική εγκεφαλοπάθεια (αλλαγή της διανοητικής κατάστασης και συμπεριφοράς) ή ίκτερος και ηπατοκυτταρικός καρκίνος, καθώς όλοι οι ασθενείς με κίρρωση έχουν και αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο του ήπατος.
Πώς γίνεται η διάγνωση;
Για την τεκμηρίωση της διάγνωσης απαιτούνται απλές μη ειδικές βιοχημικές εξετάσεις που αφορούν στη λειτουργία του ήπατος, όπως η ανεύρεση αυξημένων τιμών αμινοτρανσφερασών (τρανσαμινάσες), αλλά και ειδικών εξετάσεων που αφορούν στην ανίχνευση αντιγόνων και αντισωμάτων έναντι διαφόρων τμημάτων των ιών καθώς και στην ανίχνευση του γενετικού υλικού των ιών στο αίμα του ασθενούς (HBV DNA, HCV RNA & HDV RNA).
Επιπλέον, για τον HCV απαιτείται και γονοτυπική ανάλυση (δηλαδή να γνωρίζουμε από ποιον από τους 6 γνωστούς γονότυπους του HCV έχει μολυνθεί ο ασθενής) καθώς το θεραπευτικό σχήμα και η διάρκειά του είναι διαφορετικά ανάλογα με το γονότυπο του HCV.
Πώς μπορούμε να προφυλαχτούμε από τους ιούς των ιογενών ηπατιτίδων;
H πρόληψη της λοίμωξης, από τους ιούς των ιογενών ηπατιτίδων στηρίζεται στην ενημέρωση των ομάδων αυξημένου κινδύνου σχετικά με τους τρόπους μετάδοσης και κυρίως στην εφαρμογή προγραμμάτων εμβολιασμού έναντι των ιών ηπατίτιδας Α και Β.
Το εμβόλιο της Hπατίτιδας Β, το οποίο γίνεται δωρεάν σε παιδιά σε 178 χώρες σε όλο τον κόσμο (συμπεριλαμβανομένης της χώρας μας), παρέχει ένα επίπεδο προστασίας που αποτρέπει περισσότερους από 700.000 θανάτους από κίρρωση και καρκίνο του ήπατος, σε κάθε νέα γενιά. Και επειδή η ηπατίτιδα D απαιτεί την παρουσία του HBV για να προκαλέσει μόλυνση, ο εμβολιασμός για ηπατίτιδα Β εξαλείφει τον κίνδυνο προσβολής και από τον HDV που είναι μια από τις χειρότερες και πιο επιθετικές μορφές ιογενούς ηπατίτιδας και η οποία αντιμετωπίζεται μάλιστα πολύ δύσκολα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εγκρίνει δέκα εμβόλια για την προστασία έναντι της λοίμωξης της ηπατίτιδας Β για χρήση στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Το εμβόλιο κατά της ηπατίτιδας Β είναι απόλυτα ασφαλές και πρέπει να έχει ολοκληρωθεί πριν τη συμπλήρωση του 1ου έτους της ζωής. Το εμβόλιο κατά της ηπατίτιδας Α είναι και αυτό απόλυτα ασφαλές και χορηγείται δωρεάν. Σε εξέλιξη είναι επίσης πολλά υποσχόμενα νέα εμβόλια κατά της ηπατίτιδας Ε. Από το 2011, κυκλοφορεί επίσημα στην Κίνα εμβόλιο κατά του HEV αλλά οι γενικότερες συστάσεις για χρήση του από τον ΠΟΥ δεν έχουν εκδοθεί ακόμα. Δυστυχώς, το εμβόλιο κατά της λοίμωξης από τον HCV παραμένει «άπιαστο όνειρο».
Ποιες θεραπείες ακολουθούνται για τις ιογενείς ηπατίττιδες;
Οι χρόνιες ιογενείς ηπατίτιδες είναι νοσήματα που μπορούν να αντιμετωπισθούν και σε πολλές περιπτώσεις να ιαθούν πλήρως, εφόσον βέβαια υπάρξει αποτελεσματικότερος εντοπισμός των ασθενών και στη συνέχεια η χορήγηση της κατάλληλης αντιικής αγωγής.
Στη θεραπευτική προσέγγιση της χρόνιας ηπατίτιδας Β (και εν μέρει και στη χρόνια ηπατίτιδα D), βασικός στόχος είναι η επίτευξη μακροχρόνιας ιολογικής ύφεσης (αναστολή του πολλαπλασιασμού του ιού), ενώ στη χρόνια ηπατίτιδα C στόχος της θεραπείας είναι η εκρίζωση του ιού από τον ανθρώπινο οργανισμό (ίαση). Για την ηπατίτιδα Β, οι εγκεκριμένες θεραπευτικές επιλογές είναι δύο, κυρίως, κατηγοριών: α) η κλασική ιντερφερόνη-α, ή η πεγκυλιωμένη ιντερφερόνη-α2α που δίδονται για χρονικό διάστημα 12 μηνών υποδορίως και, β) τα από του στόματος αντιικά φάρμακα λαμιβουδίνη, αντεφοβίρη, εντεκαβίρη, τελμπιβουδίνη και τενοφοβίρη που δίδονται για αρκετά χρόνια. Εξ΄αυτών η εντεκαβίρη και η τενοφοβίρη είναι τα πλέον ισχυρά και αποτελεσματικά φάρμακα (>95% ιολογική και βιοχημική ύφεση δηλαδή, φυσιολογικές τρανσαμινάσες και αρνητικό HBV DNA) καθώς επίσης και τα αντιικά που σχετίζονται με απουσία ανάπτυξης αντοχής (υψηλός γενετικός φραγμός) στη μακροχρόνια χρήση τους (δεδομένα 7-8 ετών). Ως εκ τούτου, αποτελούν τα φάρμακα πρώτης γραμμής για την αντιμετώπιση της χρόνιας ηπατίτιδας Β σύμφωνα και με τις Ελληνικές και τις Διεθνείς Κατευθυντήριες Οδηγίες.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της ηπατίτιδας C στηριζόταν μέχρι πρόσφατα στο συνδυασμό πεγκυλιωμένης ιντερφερόνης-άλφα και ριμπαβιρίνης. Η διάρκεια της θεραπείας ήταν 6 ή 12 μήνες ανάλογα με τον γονότυπο του HCV. Η πιθανότητα εκρίζωσης του ιού ήταν μεταξύ 70-80% για τους γονότυπους 2 και 3 και 40-50% για τους γονότυπους 1 και 4 (οι γονότυποι 5 και 6 είναι εξαιρετικά σπάνιοι στην Ελλάδα). Στις αρχές του 2012, κυκλοφόρησαν και ήταν στη διάθεση των γιατρών νέα φάρμακα για τον γονότυπο 1 του HCV που ήταν αναστολείς πρωτεασών του ιού. Τα φάρμακα αυτά, σε συνδυασμό με την ανωτέρω θεραπεία πεγκυλιωμένης ιντερφερόνης-άλφα και ριμπαβιρίνης, οδήγησαν σε αύξηση του ποσοστού εκρίζωσης μόνο όμως στο γονότυπο 1, σε ποσοστά 70-75% για τους πρωτοθεραπευόμενους ασθενείς, ελαττώνοντας σε σημαντικό ποσοστό ασθενών και τη συνολική διάρκεια της θεραπείας από 48 σε 24 εβδομάδες. Εντούτοις, οι θεραπείες αυτές ήταν ιδιαίτερα «δύσκολες» για τους ασθενείς με αρκετές παρενέργειες που επηρέαζαν την ποιότητα ζωής με αποτέλεσμα αρκετοί ασθενείς να μην ολοκληρώνουν τη θεραπεία.
Τα παραπάνω σε συνδυασμό με το γεγονός ότι σε αντίθεση με τις ιογενείς ηπατίτιδες Α και Β, για την ηπατίτιδα C δεν υπάρχει εμβόλιο, καθιστούσε επιτακτική ανάγκη την ανάπτυξη καινοτόμων θεραπειών με υψηλά ποσοστά εκρίζωσης και χωρίς παρενέργειες για τους ασθενείς ως τη μόνη δυνατότητα –τουλάχιστον προς το παρόν- για την επίτευξη μείωσης της συχνότητας της ηπατίτιδας C και όλων των επιπλοκών της. Πράγματι, την τελευταία διετία έχουν αναπτυχθεί νέες από του στόματος θεραπείες που είναι σχετικά βραχυχρόνιες (στις περισσότερες περιπτώσεις αρκεί θεραπεία 12 εβδομάδων), και δίνουν μεγάλη αισιοδοξία τόσο στους ασθενείς όσο και στην ιατρική κοινότητα, καθώς έχουν τη δυνατότητα να επιτυγχάνουν εκρίζωση του ιού (δηλαδή οριστική ίαση από τον ιό) σε ποσοστά επιτυχίας που αγγίζουν ή και ξεπερνούν το 95% και επιπλέον μάλιστα, χωρίς ουσιαστικές παρενέργειες σε αντίθεση με τα μέχρι τώρα κλασσικά θεραπευτικά σχήματα.
Ποιο είναι το κόστος των θεραπειών αυτών;
Το πολύ αυξημένο κόστος των καινοτόμων αυτών θεραπειών φαίνεται να αποτελεί μέχρι στιγμής το εμπόδιο ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτές τις θεραπείες όλοι όσοι νοσούν από τον HCV με αποτέλεσμα προς το παρόν να ακολουθείται μια πολιτική προτεραιότητας (δηλαδή να δίνονται οι θεραπείες σχεδόν αποκλειστικά κατά περίπτωση σε ασθενείς με προχωρημένη νόσο) σύμφωνα με τις Ευρωπαϊκές και τις Ελληνικές οδηγίες του ΚΕΕΛΠΝΟ. Το Υπουργείο Υγείας πρέπει να χρησιμοποιήσει τη διεθνή εμπειρία και να καλέσει τις φαρμακοβιομηχανίες άμεσα σε διαπραγμάτευση για τις τιμές των φαρμάκων, ώστε να γίνει δυνατή η πρόσβαση σε όσο το δυνατόν περισσότερους ασθενείς. Είναι γνωστό και καλά τεκμηριωμένο επιστημονικά, ότι οι νέες αυτές θεραπείες θα οδηγήσουν σε τεράστια οικονομία κλίμακας αφού εκριζώνουν τον ιό και επομένως «προστατεύουν» κυρίως τους ασθενείς αλλά και το σύστημα υγείας από τις επιπλοκές της νόσου (κίρρωση, ηπατοκυτταρικός καρκίνος, μεταμόσχευση ήπατος). Οι φαρμακευτικές εταιρείες, από την πλευρά τους, επιβάλλεται να προχωρήσουν άμεσα σε μείωση των τιμών, προκειμένου να επιτευχθεί η χρυσή τομή στο πρόβλημα αυτό που αποτελεί προ το παρόν τροχοπέδι για την παροχή και εξασφάλιση μιας φυσιολογικής ζωής σε όλους τους ασθενείς που πάσχουν από ηπατίτιδα C.
Γ.Ν. Νταλέκος, Καθηγητής Παθολογίας Παν/μίου Θεσσαλίας, Δ/ντής Παθολογικής Κλινικής & Ομώνυμου Ερευνητικού Εργαστηρίου Ιατρικής Σχολής Παν/μίου Θεσσαλίας, Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης Ήπατος (ΕΕΜΗ)
Συνέντευξη: Ρούλα Σκουρογιάννη
POST A COMMENT.