Κωνσταντίνος Κοφινάς: «Η φαρμακευτική βιομηχανία παραμένει ένας δυναμικός κλάδος και σημαντικός πυλώνας της οικονομίας του τόπου»

Κοφινάς

Διαδεχόμενος τον Ιωάννη Βλόντζο, ο Κωνσταντίνος Κοφινάς είναι ο νέος Διευθύνων Σύμβουλος στο τιμόνι της Merck Ελλάς, ο οποίος διαθέτει εμπειρία μεγαλύτερη των είκοσι ετών στο χώρο της Υγείας, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Στην ενδιαφέρουσα συνέντευξη που ακολουθεί, ο CEO της Merck Ελλάς απαντά στις ερωτήσεις μας για τους στόχους της εταιρείας αλλά και για προβλήματα του φαρμακευτικού κλάδου λόγω της παρατεταμένης ύφεσης και των πολιτικών αποφάσεων, καθώς επίσης για τη δυναμική του κλάδου και τις δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης.

Συνέντευξη: Ρούλα Σκουρογιάννη 

Κύριε Κοφινά, αναλάβατε, εδώ και λίγο καιρό, τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της Merck Ελλάς, μιας φαρμακευτικής εταιρείας, που διαγράφει, χρόνια τώρα, μία πολύ σημαντική πορεία στη χώρα μας. Ποιοι είναι οι άμεσοι στόχοι σας;

 Αποστολή της Merck, παγκοσμίως, ήταν ανέκαθεν και παραμένει η βελτίωση της ζωής των ασθενών μέσα από την ανακάλυψη, ανάπτυξη και διάθεση καινοτόμων φαρμακευτικών προϊόντων και υπηρεσιών. Προς την κατεύθυνση αυτή, η εταιρεία επενδύει σημαντικά ποσά στην έρευνα και στην ανάπτυξη, που έχουν μέχρι σήμερα αποδώσει καρπούς στη φαρμακευτική αντιμετώπιση σοβαρών παθήσεων, όπως ο καρκίνος, η σκλήρυνση κατά πλάκας και η υπογονιμότητα, και φυσικά αναμένουμε σημαντικές εξελίξεις σε ό,τι αφορά τα υπό ανάπτυξη προϊόντα μας. Η Merck στην Ελλάδα, πιστή στη δέσμευση αυτή, θα συνεχίσει το έργο και θα εισαγάγει και πάλι στην ελληνική αγορά, μεταξύ άλλων, και τη μοναδική ογκολογική αγωγή για τους ασθενείς που πάσχουν από καρκίνο κεφαλής/τραχήλου. Η εταιρεία μας θα συνεχίσει, φυσικά, και το έργο της στον τομέα της Εταιρικής Υπευθυνότητας με σημαντικές ενέργειες και πρωτοβουλίες, πάντα με στόχο τη βελτίωση της ζωής του ανθρώπου.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα, ήδη συμπληρώθηκαν 6 χρόνια, βρισκόμαστε σε οικονομική ύφεση. Πώς επηρέασε τις φαρμακευτικές εταιρείες η κατάσταση αυτή;

Από το 2009, που ξεκίνησε η πτώση, μέχρι και το 2014, η συνολική αγορά του φαρμάκου συρρικνώθηκε πάνω από 50% και έχουμε επιστρέψει στα επίπεδα του 2007-2008, κυρίως λόγω πτώσης των τιμών, άρα του περιθωρίου. Μεγαλύτερο, όμως, ήταν το πρόβλημα της ρευστότητας, όπου μετά από πολύχρονη καθυστέρηση των οφειλών του δημοσίου προς τις εταιρείες, ακολούθησε η διαγραφή σημαντικού μέρους τους με τις γνωστές συνέπειες στην ευρωστία και μακροημέρευση πολλών επιχειρήσεων καθέτως του κλάδου. Το τελευταίο διάστημα, γίνεται μια προσπάθεια εξόφλησης των δημόσιων οφειλών και κυρίως των Ταμείων, εντός του τρέχοντος έτους, το οποίο θα πρέπει να αναγνωρισθεί, και ελπίζουμε να συνεχισθεί για να είναι σε θέση οι επιχειρήσεις να έχουν ένα στοιχειώδη προγραμματισμό των υποχρεώσεών τους.

Πώς διασφαλίζεται η υγιής επιχειρηματικότητα, όταν οι γενικότερες συνθήκες είναι τόσο αντίξοες;

Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει οι κανονιστικές συνθήκες του επιχειρησιακού περιβάλλοντός μας να παραμένουν σταθερές, για παράδειγμα να εκδίδονται δελτία τιμών και αναθεωρήσεις της θετικής λίστας στα προβλεπόμενα από το νόμο χρονικά διαστήματα, να εφαρμόζεται πιστά η διαδικασία υπολογισμού της τιμής (μέσος όρος των 3 χαμηλότερων), τα θεραπευτικά πρωτόκολλα και εν γένει να υπάρχει πρόβλεψη αντί αιφνίδιων πυροσβεστικών μέτρων λόγω έλλειψης συντονισμού και μεσοπρόθεσμου προγραμματισμού. Επίσης, θα πρέπει να διασφαλιστεί η ρευστότητα, κάτι που επιτυγχάνεται με ορθή διαχείριση ικανών πόρων του δημοσίου, ώστε να παρέχει στον Έλληνα ασθενή το επίπεδο υπηρεσιών που του αξίζει.

Με δεδομένες τις σταθερές συνθήκες, η εταιρεία μας δε θα σταματήσει να επενδύει και στην Ελλάδα με την εισαγωγή καινοτόμων θεραπευτικών σκευασμάτων και την προσφορά υποστηρικτικών υπηρεσιών για τον Έλληνα ασθενή.

Στην πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ, αναφέρεται ότι στην Ελλάδα περισσότερο από το ΑΕΠ της χώρας επηρεάστηκε αρνητικά το σύστημα υγείας. Αυτή η αρνητική εικόνα ποιες επιπτώσεις είχε για την πρωτοβάθμια και τη νοσοκομειακή περίθαλψη;

Από τη στιγμή που το όριο της δαπάνης συνδέθηκε με ένα μειούμενο ΑΕΠ, ήταν αναμενόμενο να συρρικνωθεί η δαπάνη και ουσιαστικά η φροντίδα και η περίθαλψη για τον Έλληνα ασθενή, με τα γνωστά κοινωνικά επακόλουθα. Το πιο λογικό θα ήταν να τεθεί ένα ρεαλιστικότερο όριο, για παράδειγμα κατά κεφαλήν δαπάνη για ασθενή και να έχει υπολογισθεί ορθότερα ο αριθμός των ανασφάλιστων ή και μεταναστών που θα πρέπει να καλυφθούν. Επίσης, θα έπρεπε να υπάρχει πρόνοια για τις καινοτόμες αγωγές ή και χωριστά για θεραπευτικές κατηγορίες υψηλής αξίας, π.χ. αντικαρκινικά ή εμβόλια,  όπως εφαρμόζεται σε άλλα κράτη της ΕΕ.

 

Το χρέος του κράτους προς τις φαρμακευτικές εταιρείες παραμένει δυσθεώρητο και οι αποζημιώσεις που εισπράττονται είναι εξαιρετικά καθυστερημένες. Όλα αυτά μαζί με το καθεστώς του clawback και rebate ποιες επιπλέον ανησυχίες προκαλούν;

Πέρα από το rebate, που εφαρμόζεται και αλλού, κάθε μέτρο τύπου clawback και μάλιστα στα επίπεδα του 2014, αποδεικνύει την αναποτελεσματικότητα πρωτογενών ελέγχων ρύθμισης της φαρμακευτικής δαπάνης, ξεκινώντας από το ύψος της, τις προβλέψεις και φυσικά τους μηχανισμούς ελέγχου και περιστολής της δαπάνης. Ειδικά το καθεστώς του συνολικού rebate μαζί με το clawback, που για ορισμένες εταιρείες φθάνει ή και ξεπερνά το 10%, αποτελεί, σε συνδυασμό με τα ανοιχτά υπόλοιπα, συνθήκες αρνητικές για την επιχειρηματικότητα, συνεπώς και για την απασχόληση, δηλαδή αντιτίθενται στους αναπτυξιακούς στόχους που θέτει η πολιτεία.

Καταγγέλλονται από τη φαρμακευτική αγορά ελλείψεις φαρμάκων. Πώς μπορεί να λυθεί το ζήτημα αυτό;

Οι συνεχείς μειώσεις τιμών σε συνδυασμό με τα rebate και clawback, αποφέρουν σε πολλές περιπτώσεις τόσο χαμηλά περιθώρια που θέτουν σε αμφισβήτηση την πρόθεση των εταιρειών για την περαιτέρω διάθεσή τους στη χώρα μας. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη και ο όγκος ορισμένων εξ αυτών που εξάγεται πλέον μέχρι και σε χώρες των Βαλκανίων, αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα τις ελλείψεις που προκύπτουν, οι οποίες σίγουρα δεν αντιμετωπίζονται με απαγορεύσεις αλλά προφανώς με ορθότερη πολιτική τιμών, ίσως και με επιλογή καταλληλότερης ομάδας κρατών αναφοράς, όπως ισχύει σε άλλα κράτη. Επιπροσθέτως ένα ορθολογικότερο ύψος της προβλεπόμενης δαπάνης καθώς και η καλύτερη διαχείριση των μη φαρμακευτικών δαπανών (που αποτελούν και το μεγαλύτερο μέρος της), θα απέτρεπαν τα νοσοκομεία από την ολοένα και συχνότερη τελευταία και σαφώς επιβαρυντική για τους ασθενείς και τους οικείους τους κατάσταση του «στερείται».

Ποιες προτάσεις ανάπτυξης θα μπορούσε να καταθέσει η φαρμακοβιομηχανία;

Η ανάπτυξη είναι δυνατή αρκεί η πολιτεία να διασφαλίζει την ομαλή, προβλεπόμενη εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου (τιμές, λίστα, rebate, πρωτόκολλα), αποφεύγοντας αιφνίδια ή συμψηφιστικά μέτρα και διασφαλίζοντας μια ομαλή αποπληρωμή των οφειλών. Υπό ανάλογες συνθήκες, οι επιχειρήσεις μπορούν να προγραμματίσουν τις επενδύσεις και να διασφαλίσουν τη διοχέτευσή τους στην Έρευνα και την καινοτομία, καθώς και την πολυπόθητη απασχόληση που διέπει τους στόχους της ανάπτυξης.

Για τις κλινικές μελέτες έχουν γίνει στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια σημαντικά βήματα, ωστόσο ακόμα βρισκόμαστε αρκετά πίσω. Τι θα μπορούσε να γίνει, άμεσα, ώστε να δοθεί ώθηση στον κρίσιμο αυτό τομέα;

Είναι γνωστό ότι οι κλινικές μελέτες συμβάλλουν σημαντικά στην πρόοδο της ιατρικής επιστήμης και κυρίως στη βελτίωση του προσδόκιμου και της ποιότητας ζωής των ασθενών. Για να μπορέσουν, όμως, να λειτουργήσουν ως καταλύτης οικονομικής ανάπτυξης, ως εθνική επιστημονική προτεραιότητα και οικονομικοκοινωνική επένδυση, πρέπει η πολιτεία να διασφαλίσει τα απαραίτητα, δηλαδή την εφαρμογή του ρυθμιστικού πλαισίου για τις κλινικές μελέτες, την ανταπόκριση των νοσοκομείων στους χρόνους έγκρισης, κ.λπ. Μόνο τότε, θα είναι δυνατόν να λειτουργήσουν οι κλινικές μελέτες ως μοχλός ανάπτυξης και όχι ως τροχοπέδη.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να επισημάνουμε ότι η φαρμακευτική βιομηχανία, παρά τα συνεχή πλήγματα που έχει υποστεί κατά τη διάρκεια της κρίσης των τελευταίων ετών, παραμένει ένας δυναμικός κλάδος με δυνατότητες ανάπτυξης, γεγονός που την καθιστά σημαντικό πυλώνα της οικονομίας του τόπου. Γι’ αυτό, καλείται η πολιτεία να διασφαλίσει τη δημιουργία ενός προβλέψιμου, σταθερού, διάφανου, ανταγωνιστικού περιβάλλοντος που εξοικονομεί πόρους, όπου είναι εφικτό, και τους διοχετεύει στο να επιβραβεύει την καινοτομία, την ποιότητα και την ανάπτυξη. Με τον τρόπο αυτό θα είμαστε σε θέση ως Merck να συνεχίσουμε να προσφέρουμε το πιο σημαντικό: καλύτερη ποιότητα ζωής των ασθενών.

biomagazine.gr

POST A COMMENT.