Η ηπατίτιδα προκαλείται από πέντε διαφορετικούς ιούς (Α, Β, C, D, E) που προσβάλλουν το ήπαρ, προκαλώντας φλεγμονή, η οποία, αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως με κατάλληλη θεραπευτική αγωγή, με την πάροδο του χρόνου, μπορεί να εξελιχθεί σε κίρρωση, ηπατοκυτταρικό καρκίνο και την επιτακτική ανάγκη ο ασθενής να μεταμοσχευθεί. Οι ιογενείς ηπατίτιδες Β και C αποτελούν την όγδοη αιτία θανάτου παγκοσμίως, στερώντας, κάθε χρόνο, τη ζωή σε 1,5 εκατομμύρια άτομα, ενώ οι επιστήμονες προβλέπουν ότι οι θάνατοι θα αυξηθούν κατά 123,5% μέχρι το 2030 (ιδιαίτερα από την ηπατίτιδα C), αν δε ληφθούν άμεσα τα απαραίτητα μέτρα. Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ηπατίτιδας (28 Ιουλίου), και προσπαθώντας να συμβάλλουμε με την ενημέρωση στο φιλόδοξο στόχο της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας για επίτευξη μακροχρόνιας ιολογικής ύφεσης της ηπατίτιδας Β και την εκρίζωση του ιού της ηπατίτιδας C, παραθέτουμε το ενδιαφέρον άρθρο του Αναπληρωτή Καθηγητή Παθολογίας-Γαστρεντερολογίας, της Ιατρικής Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Γεώργιου Β. Παπαθεοδωρίδη, σχετικά με την πρόληψη, την έγκαιρη διάγνωση, τις εξελίξεις στη θεραπεία της ηπατίτιδας C, που είναι και η πιο επικίνδυνη, καθώς δεν υπάρχει προληπτική αντιμετώπισή της με εμβολιασμό (όπως συμβαίνει στην ηπατίτιδα Β).
Τι είναι η ηπατίτιδα C;
Ηπατίτιδα C είναι φλεγμονή (ερεθισμός) του ήπατος (συκωτιού) που οφείλεται στον ιό ηπατίτιδας C. Όταν ιός ηπατίτιδας C εισέλθει στον οργανισμό, προσβάλλει κυρίως το ήπαρ, όπου συνήθως παραμένει για χρόνια. Έτσι, προκαλεί χρόνια ηπατίτιδα, δηλαδή χρόνιο ερεθισμό και διαρκή καταστροφή του συκωτιού.
Πόσο συχνή είναι;
Η χρόνια ηπατίτιδα C αποτελεί σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας σε όλες τις χώρες του κόσμου. Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι υπάρχουν περίπου 180.000 άτομα με χρόνια ηπατίτιδα C. Η πρόσφατη είσοδος στη χώρα μας περίπου 1.000.000 μεταναστών από χώρες των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης αλλά και από χώρες της Ασίας και Αφρικής (κυρίως Αίγυπτος), που αποτελούν ομάδες υψηλής συχνότητας για ηπατίτιδα C, έχει αυξήσει τους αριθμούς ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα C.
Πώς μεταδίδεται και πώς μπορεί να προληφθεί;
Ο ιός της ηπατίτιδας C μεταδίδεται κυρίως με έκθεση ενός ατόμου σε μολυσμένο αίμα. Συνηθέστεροι τρόποι μετάδοσης είναι:
- Η χρήση ενδοφλεβίων ναρκωτικών. Ήταν και παραμένει ο συχνότερος τρόπος μετάδοσης.
- Οι μεταγγίσεις αίματος ή παραγώγων του πριν το 1992. Μετά το 1992, το αίμα και τα παράγωγά του ελέγχονται για ηπατίτιδα C και επομένως είναι ασφαλή.
- Η σεξουαλική επαφή. Ο κίνδυνος μετάδοσης είναι πολύ μικρός (2-5%).
- Από τη μητέρα στο παιδί κατά τον τοκετό. Ο κίνδυνος μετάδοσης είναι επίσης πολύ μικρός (2-5%).
- Άγνωστη. Σε ένα ποσοστό (30-40%) ασθενών με ηπατίτιδα C δεν αποκαλύπτεται έκθεση σε γνωστό παράγοντα κινδύνου.
Δεν υπάρχει εμβόλιο για την ηπατίτιδα C και γι’ αυτό η πρόληψη της μετάδοσης στηρίζεται στην τήρηση γενικών μέτρων που θα πρέπει να ισχύουν για όλο τον πληθυσμό. Τέτοια μέτρα είναι: αποφυγή χρησιμοποίησης από άλλους βελονών-συρίγγων ή προσωπικών αντικειμένων που μπορεί να έλθουν σε επαφή με το αίμα τους (οδοντόβουρτσες, ξυραφάκια και ό,τι προκαλεί μικροτραυματισμό), χρησιμοποίηση προφυλακτικού κατά τις ερωτικές πράξεις ατόμων με πολλαπλούς ή άγνωστους ερωτικούς συντρόφους. Ειδικότερα θέματα πρόληψης της ηπατίτιδας C θα πρέπει να συζητούνται με το γιατρό κατά περίπτωση.
O ιός ηπατίτιδας C δε μεταδίδεται από τουαλέτες, πιάτα-ποτήρια-σκεύη κουζίνας ή γενικότερα με την κοινωνική επαφή (αγκάλιασμα, φίλημα, χειραψίες).
Πώς γίνεται να έχουν ηπατίτιδα C άνθρωποι χωρίς κανένα σύμπτωμα;
Η χρόνια ηπατίτιδα C είναι σαφέστατα μία ύπουλη νόσος, αφού για χρόνια δεν προκαλεί κανένα σύμπτωμα και επομένως δεν οδηγεί τον ασθενή στον απαραίτητο έλεγχο για τη διάγνωση, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να καταστρέφει το συκώτι. Έτσι, με την πάροδο των χρόνων και παρά την απουσία συμπτωμάτων, ένα ποσοστό των ασθενών αναπτύσσει κίρρωση, που σημαίνει πλήρη καταστροφή της δομής του συκωτιού.
Ακόμη και οι ασθενείς με κίρρωση μπορεί να μην έχουν συμπτώματα για λίγα χρόνια, αλλά η νόσος χειροτερεύει συνεχώς και μπορεί να εμφανισθεί υγρό στην κοιλιά (ασκίτης), αιμορραγία από φλέβες (κιρσούς) του οισοφάγου, εγκεφαλοπάθεια ή ίκτερος. Όλοι οι ασθενείς με κίρρωση έχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο ήπατος. Οι επιπλοκές της κίρρωσης και ο καρκίνος ήπατος είναι οι συχνότερες αιτίες θανάτου των ασθενών με χρόνια ηπατίτιδα C.
Πώς γίνεται η διάγνωση;
Η ηπατίτιδα C ειδική εξέταση αίματος για C. Στις εξετάσεις αυτές πρέπει οπωσδήποτε να υποβάλλονται:
- Όλα τα άτομα που έχουν αυξήσεις των ηπατικών ενζύμων (τρανσαμινασών)
- Πρώην και ενεργοί χρήστες ενδοφλεβίων ναρκωτικών
- Όσοι έχουν υποβληθεί σε μεταγγίσεις αίματος ή παραγώγων του ή μεταμόσχευση οργάνου πριν από το 1992
- Όσοι έχουν υποβληθεί ή υποβάλλονται σε τεχνητό νεφρό
- Όσοι έχουν εκτεθεί παρεντερικά σε δυνητικά μολυσμένα ιατρικά ή παραϊατρικά εργαλεία
- Ερωτικοί σύντροφοι ατόμων με ηπατίτιδα C
- Άτομα με πολλαπλούς ερωτικούς συντρόφους
- Παιδιά μητέρων με ηπατίτιδα C
Αρχική εκτίμηση
Τα άτομα που βρίσκονται να έχουν θετικά αντισώματα ιού ηπατίτιδας C, θα πρέπει να υποβάλλονται σε πιο ειδική εξέταση για να επιβεβαιωθεί ότι πράγματι πάσχουν από ηπατίτιδα C.
Οι ασθενείς με ηπατίτιδα C πρέπει να συμβουλεύονται και να παρακολουθούνται από γιατρούς εξειδικευμένους στα νοσήματα αυτά. Η διατροφή είναι ελεύθερη με εξαίρεση την αποφυγή κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών. Θεωρείται, όμως, χρήσιμο να διατηρείται φυσιολογικό σωματικό βάρος και οι παχύσαρκοι να προσπαθούν να αδυνατίσουν.
Mπορεί να θεραπευθεί η ηπατίτιδα C;
Ο ιός της ηπατίτιδας C μπορεί να εκριζωθεί και συνεπώς ο ασθενής με ηπατίτιδα C μπορεί να θεραπευθεί. Η εκρίζωση του ιού της ηπατίτιδας C όχι μόνο σταματάει την εξέλιξη της βλάβης του ήπατος, οπότε δεν αναπτύσσεται κίρρωση και καρκίνος, αλλά βελτιώνει και τις βλάβες που είχαν δημιουργηθεί πριν από τη θεραπεία. Ταυτόχρονα, εξαφανίζει την πιθανότητα μετάδοσης του ιού από τον ασθενή στο περιβάλλον του.
Μέχρι σήμερα, η θεραπεία της ηπατίτιδας C βασίζεται στο συνδυασμό ιντερφερόνης-άλφα, που χορηγείται ως υποδόρια ένεση μία φορά την εβδομάδα, και δισκίων ριμπαβιρίνης. Η πιθανότητα εκρίζωσης του ιού εξαρτάται κυρίως από το γονότυπό του και ήταν περίπου 45% για γονότυπο 1, 75-80% για γονότυπο 2 ή 3 και 60-65% για γονότυπο 4. Από περίπου 2ετίας στη θεραπεία των ασθενών με γονότυπο 1 υπήρχε η δυνατότητα προσθήκης στον παραπάνω συνδυασμό ενός τρίτου φαρμάκου, δισκίων μποσεπρεβίρης ή τελαπρεβίρης. Η τριπλή αυτή θεραπεία είχε περίπου 75% πιθανότητα εκρίζωσης του ιού σε ασθενείς με γονότυπο 1. Όμως, οι θεραπείες αυτές δεν είναι χωρίς μειονεκτήματα ή προβλήματα. Το πιο σημαντικό τους μειονέκτημα είναι ότι δεν μπορούν να δοθούν σε ασθενείς με πολύ προχωρημένη ηπατική νόσο, γιατί συνήθως επιδεινώνουν το πρόβλημα. Επίσης, έχουν και άλλες αντενδείξεις αλλά και συχνές και δυνητικά σοβαρές παρενέργειες, γεγονός που συχνά αποτρέπει τους ασθενείς με ηπατίτιδα C να ξεκινήσουν αυτή τη θεραπεία.
Εξελίξεις στη θεραπεία της ηπατίτιδας C
Σήμερα, υπάρχουν πολύ εντυπωσιακές εξελίξεις στη θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενών με ηπατίτιδα C. Ήδη στις ΗΠΑ και αρκετές Ευρωπαϊκές χώρες κυκλοφορούν νέα φάρμακα, που είναι ιδιαίτερα ασφαλή και πολύ αποτελεσματικά. Τα φάρμακα αυτά μπορεί να συνδυασθούν με τα παλαιότερα αλλά σε κατάλληλα σχήματα δίνονται χωρίς ιντερφερόνη-άλφα και ακόμη χωρίς ριμπαβιρίνη προσφέροντας πιθανότητες εκρίζωσης του ιού πάνω από 95%. Το σημαντικότερο πλεονέκτημα των νέων φαρμάκων είναι ότι πρακτικά δεν έχουν αντενδείξεις και μπορεί να χορηγηθούν σε όλους και συνεπώς να θεραπεύσουν όλους τους ασθενείς με ηπατίτιδα C, ακόμη και εκείνους με πολύ προχωρημένη ηπατική νόσο. Το κύριο μειονέκτημά τους δεν είναι επιστημονικό αλλά οικονομικό, αφού τα νέα αυτά φάρμακα είναι ακριβά και θα πρέπει το σύστημα υγείας της κάθε χώρας να βρει τον καλύτερο τρόπο χρησιμοποίησής τους. Στην Ελλάδα, τα νέα φάρμακα δεν έχουν ακόμη άδεια κυκλοφορίας, αλλά εγκρίνονται από τον ΕΟΠΥΥ μεμονωμένες εισαγωγές τους για ασθενείς με πολύ προχωρημένη ηπατική νόσο.
Συνεπώς, οι πολυετείς ερευνητικές προσπάθειες έχουν οδηγήσει σε εντυπωσιακά κλινικά αποτελέσματα και σε συνδυασμούς νέων φαρμάκων που προσφέρουν τη δυνατότητα εκρίζωσης του ιού της ηπατίτιδας C σε όλους τους ασθενείς.
Γεώργιος Β. Παπαθεοδωρίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής Παθολογίας-Γαστρεντερολογίας, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ, Διευθυντής Πανεπιστημιακής Γαστρεντερολογικής Κλινικής, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών «Λαϊκό»
Επιμέλεια άρθρου: Ρούλα Σκουρογιάννη
Αναδημοσίευση από: www.biomagazine.gr
POST A COMMENT.