Ευρωπαϊκή περιοδεία Μητσοτάκη για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων

Μητσοτάκης-Σταϊκούρας

Με στόχο τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων κάτω από το 3,5% του ΑΕΠ, το προσεχές διάστημα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα επισκεφθεί μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες -όπως το Παρίσι και το Βερολίνο- όπου θα εκκινήσει η διαπραγμάτευση σε επίπεδο κορυφής.

Η πρόθεση του Έλληνα πρωθυπουργού είναι να εξηγήσει τι έκανε μέχρι στιγμής και τι προτίθεται να κάνει στο μέλλον και να ζητήσει τη στήριξη των συνομιλητών του στο αίτημα για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων.

Ο πρωθυπουργός επιδιώκει συνεννόηση και όχι ρήξη με τους εταίρους και γι’ αυτό δεν σκοπεύει να αμφισβητήσει άμεσα το δημοσιονομικό πλαίσιο που θέτει ο στόχος για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, δηλαδή όχι για το 2019 και το 2020. Έτσι, οι διαπραγματεύσεις θα διεξαχθούν σε δύο επίπεδα, ένα πολιτικό και ένα τεχνοκρατικό.

Τα επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς είναι πολλά. Όπως αναφέρουν, το πλεόνασμα του 3,5% του ΑΕΠ αντανακλούσε την αναξιοπιστία της προηγούμενης κυβέρνησης. Το κυριότερο επιχείρημα είναι πως η βιωσιμότητα του χρέους εκτιμήθηκε βάσει υψηλότερων επιτοκίων δανεισμού.

Η σημαντική αποκλιμάκωση στο κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, όπως αυτή αποτυπώνεται στα επιτόκια με τα οποία πλέον αντλεί κεφάλαια από τις αγορές η Ελλάδα, έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.

Το γεγονός αυτό, δηλαδή ότι το Δημόσιο θα έχει σε βάθος χρόνου μικρότερες ανάγκες χρηματοδότησης για την εξυπηρέτηση του χρέους του, σε σχέση με αυτές που ανέμεναν οι θεσμοί πριν ένα χρόνο, αυτόματα σημαίνει ότι οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να αλλάξουν.

Αρκεί να αναφέρουμε ότι σήμερα το μέσο κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου για τα έτη 2022 – 2042 διαμορφώνεται στο 3,62%, επίπεδα αισθητά χαμηλότερα από εκείνα που εκτιμούσαν οι θεσμοί προ έτους. Ενδεικτικά να αναφέρουμε πως οι θεσμοί έχουν συντάξει την ανάλυσή τους με την παραδοχή πως το μέσο επιτόκιο αναχρηματοδότησης του ελληνικού χρέους το διάστημα 2023-2060 θα είναι στο 5,2%.

Δεδομένου ότι διαφαίνεται πως το χρέος το οποίο θα εκδίδει η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια θα έχει κόστος αισθητά πιο μικρό από εκείνο που έχει ενσωματωθεί στο υφιστάμενο βασικό σενάριο της ανάλυσης βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας μας θα είναι ανάλογα μικρότερες.

Σήμερα το βασικό σενάριο των θεσμών δείχνει ότι το χρέος παραμένει σε καθοδική πορεία, αν και παραμένει σε ποσοστό πάνω από το 100% του ΑΕΠ έως το 2048. Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας θα κυμαίνονται γύρω στο 10% του ΑΕΠ έως το 2032 και θα παραμείνουν περίπου στο 17% του ΑΕΠ στο τέλος του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων (2060).

Οι θεσμοί θα αναθεωρήσουν το Σεπτέμβριο την ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και αναμένεται να ενσωματώσουν σε αυτή τα χαμηλότερα επίπεδα δανεισμού του Δημοσίου. Αυτόματα αυτή η εξέλιξη θα οδηγήσει σε πιο μικρές ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες. Απομένει να καταδειχθεί εάν θα οδηγήσει και σε μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα.

Facebook Comments

POST A COMMENT.